Κεφάλαιο 14

21 1 0
                                    

"Έλα καρδούλα μου σε παρακαλώ άσε με να σου εξηγήσω"νιώθωντας την καρδιά μου να σπάζει.

Πέρνω μια ανάσα,σκουπίζω τα λίγα δάκρυα μου και ανοίγω την πόρτα βγαίνωντας έξω.

Έμεινε να με κοιτάζει χωρίς να βγάλει κουβέντα απο το στόμα του.

Προχώρησα πίσω απο το γυμναστήριο που βρισκόταν η Παναγιώτα.

Ποιά είναι η Παναγιώτα?

Η Παναγιώτα είναι μια αρκετά καλή μου φίλη όμως κάνει με άλλα άτομα παρέα.

Μώλις με είδε να πηγαίνω απο το μέρος της κατάλαβε πως κάτι έχει συμβεί.

"Τι έγινε Στέφανη? Τι σου έκανε?ήταν η μόνη που ήξερε για τον Ιάκωβο.

"Δεν θέλω να το συζητήσω. Θέλω να μείνω εδώ και δώσε μου ένα τσιγάρο"

"Θα το ξεκινήσεις?"γνέφοντας της αρνητικά.

Πρόλαβα και κάπνισα το τσιγάρο μόνη μου και κτύπησε το κουδούνι για μάθημα.

Δεν μιλούσα σε κανένα. Κάθισα στο θρανίο και μαζί μου ο Ιάκωβος.

Δεν ανταλάξαμε κουβέντα.

Ήξερε πως δεν θα ήταν για καλό του.

Είχα πάρει όμως μια απόφαση.

Πέντε λεπτά πριν χτυπήσει το κουδούνι για διάλλειμα του έδωσα ένα χαρτάκι.

"Άνοιξε το μετα που θα φύγουμε απο την τάξη."

Μώλις χτύπησε το κουδούνι πήρα τα πράγματα μου και έφυγα απο το σχολείο χωρίς να με πάρει κάποιος μάτι.

Είχα φύγει με την Παναγιώτα.

Θα πηγαίναμε σε ένα μπαράκι που ήξερε τα άτομα εκεί.

Πως πήγαιμε?

Με την μοτοσηκλέτα της.

Παραγγείλαμε η κάθε μια απο μια μπύρα.

Απο μόνες μας τελικά βρεθήκαμε να είμαστε δύο κορίτσια και πέντε αγόρια.

Δεν ξέρω και εγώ τι ώρα πήγε.

Πέρνω το τηλέφωνο μου απο την τσάντα μου και μένω άφωνη.

Η ώρα ήταν 7 το απόγευμα.

20 αναπάντητες απο τον Ιάκωβο

10 αναπάντητες απο την μητέρα μου

Και 10 αναπάντητες απο τον πατέρα μου.

Είχα αρχίσει να ζαλίζομαι λίγο.

"Έλα Παναγιώτα μου θα με πάρεις σπίτι;"παίρνοντας την τσάντα στον ώμο μου.

"Σταύρο πάρε την Στέφανη σπίτι δεν έζω δύναμη. Εάν την πειράξης σε έφαγα"με φιλάει και φεύγω.

Ανεβένω επάνω στην μεγάλη μοτόρα του και κατευθυνόμαστε έξω απο το σπίτι μου.

Κατεβαίνω απο την μοτόρα δίνοντας δύο φιλιά στο μάγουλα του και φεύγω.

Ανήγω την πόρτα σιγά και αντικρίζω τους γονείς μου να με περιμένουν.

"Δεν θέλω να συζητήσω τίποτα. Καληνύχτα".κλειδώνωντας την πόρτα του δωματίου μου.

Άρχισα να βγάζω την φανέλα μου και τα παπούτσια μου.

Κατέβασα και την φούστα μου μένοντας μόνο με τα εσώρουχα.

Μόλις γυρίζω προς το κρεβάτι μου αντικρίζω τον Ιάκωβο να κάθετε στο κρεβάτι μου.

Πάγωσα.

Δεν ήξερα τι να πώ.

Ξεροκατάπια και πήρα γρήγορα την ρόμπα μου που ήταν κρεμασμένη πίσω απο την πόρτα.

"Φύγε Ιάκωβε. Δεν έχουμε να πούμε κάτι εμείς οι δύο."

"Στέφανη σταμάτα αυτό που κάνεις. Θα το μετανιώσεις. Μετά απο όσα έκανα για σένα με χωρίζεις απο ένα χαρτάκι και εξεφανίζεσαι και εμφανίζεσαι με ένα τύπο με μοτοσυκλέτα πιωμένη;"

"Ιάκωβε δεν θα το ξαναπώ φύγε. Ότι είχαμε εμείς οι δύο τελείωσε. Φύγε"

"Τελικά είσαι και εσύ μια τσούλα. Έπρεπε να σε πηδήξω και εσένα και να φύγω. Είσαι σαν τις άλλες"

Έκανε να φύγει αλλά τον σταμάτησε ένα αρκετά δυνατό χαστούκι.

Έβαλε το χέρι του στο πρόσωπο του και έφυγε.

Κράταμε σφιχτά και μην με αφήσεις!Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt