-25-

1.5K 77 18
                                    

«Γειά σου Μυρτώ»
«Σήκω και φύγε από δω»
«Μυρτώ εγώ, δεν έχω έρθει με κακές προθέσεις. Ξέρω τι έκανε η αδερφή μου και για αυτόν τον λόγο ήρθα. Να μιλήσουμε θέλω»
«Χα; Να μιλήσουμε; Να πω τι με τον αδερφό αυτής που προσπάθησε να με κάψει ζωντανή;»
«Μα- ε»
«Μαμούνια. Η φεύγεις η παίρνω την αστυνομία να ρθουν να σε μαζέψουν»

«Καλά συγνώμη θα φύγω»

Στην προσπάθεια του να φύγει όμως, τσουπ , ο Αχιλλέας μας

«Βρε βρε βρε, τι θέλει αυτός εδώ;»
«Αχιλλέα σε παρακαλώ μην κανείς σκηνή, είναι μέσα οι γονείς μου και δεν έχω όρεξη»
«Εγώ να φύγω καλύτερα»
«Όχι να μας πεις πρώτα τι θες εδώ»

ΑΑΧΧ ΤΑ ΝΕΥΡΑ ΜΟΥ ΕΧΟΥΝ ΦΤΑΣΕΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ

ΜΑΖΕΨΤΕ ΤΟΝ

«Αχιλλέα»
«Λοιπόν σήκω και φύγε μην σε πάρουν 5»
«Γιατί 5;»
«Και ο παπας μαζί»

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΕΙΝΑΙ ΧΑΖΟ

ΤΩΡΑ ΒΡΗΚΕ ΝΑ ΡΙΞΕΙ ΕΞΥΠΝΑΔΑ

ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΑΙ ΖΑΚΕΤΑ. ΠΑΓΩΣΑ

Αφού έδιωξα τον Αλέξανδρο από την εξώπορτα του σπιτιού μου, έδειξα με το αριστερό μου χέρι στον Αχιλλέα να περάσει

Μπήκε μέσα και έτσι εγώ έκλεισα πίσω μου την πόρτα.

Αυτά τα μάτια

«Θες να πιείς κάτι ; Να φας ίσως ;»
«Λίγο νερό θέλω βασικά»
«Ζεστό η κρύο;» Φώναξα από την κουζίνα ενώ αυτός ήταν στον σαλόνι
«Παγωμένο»

Ε τι θα ήθελε

Η παγοκολόνα...

Άνοιξα το ψυγείο, έπιασα μια κανάτα με κρύο νερό από το ραφάκι.

Έπειτα άνοιξα το ντουλάπι δίπλα από το παραθυράκι στην κουζίνα, βασικά πάνω από τον νεροχύτη.. Τι λέω μωρέ πάνω από τον νεροχύτη είναι το παραθυράκι

ΟΥΤΕ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΩ

Έδωσα το ποτήρι με το νερό στον Αχιλλέα και έκατσα στον καναπέ

«Οι γονείς σου;»
«Η μάνα μου φτιάχνετε γιατί θα πάει με τον πατέρα μου σε ένα εστιατόριο και ο πατέρας μου ξαπλωμένος στο κρεβάτι»
«Μήπως να πάμε και εμείς να ξαπλώσουμε;»
«Έλεος ρε Αχιλλέα»
«Έλα μωρέ πλάκα κάνω. Πρώτα θα γδυθούμε»

Bad Boy Loves MeWhere stories live. Discover now