«Θέλετε να μου πείτε δηλαδή ότι αυτό το όνομα που είναι στην πίσω πλευρά του βραχιολιού είναι το όνομα του μαγαζιού του οποίου φτιάχτηκαν τα βραχιόλια;»
«Ναι ρε Μυρτώ τι δεν καταλαβαίνεις;»
«Αυτό που δεν καταλαβαίνω ρε Αγάπη είναι ότι η Αφροδίτη ήταν τόσο χαζή που άφησε το όνομα του μαγαζιού;»
«H μήπως το άφησε επίτηδες;»
«Δεν νομίζω να το άφησε επίτηδες δεν είναι τόσο χαζή νομίζω»
«Γιατί δεν πάμε στο μαγαζί;» Έδωσα μία ιδέα
«Και αν είναι παγίδα;»
«Αφού τους έπιασαν , ποιος να μας στήσει παγίδα;»
«Δεν ξέρω Μυρτώ, αλλά επειδή και εγώ θέλω να μάθω τι στον πούτσο συμβαίνει , ας πάμε»Βγήκαμε από το σπίτι της Αγάπης και ξεκινήσαμε για τον προορισμό που δεν νομίζω να μας βγει σε καλό...
«ΝΑ ΤΟ» τώρα σας αποχαιρετώ γιατί λογικά αποχωρώ από την Γη
Με το που πατήσαμε το χαλάκι της πόρτας ακούστηκε ένας χαρακτηριστικός ήχος σαν κουδούνι . Είναι λίγο creepy έχω να πω...
«Γειά σας» είπε Έλενα σε μία μεγάλης ηλικίας γυναίκα που καθόταν στο ταμείο , λογικά είναι η πωλήτρια.
«Ορίστε;» Α τέλεια είναι και κουφή
«ΓΕΙΑ ΣΑΣ ΛΕΩ , ΓΕΙΑ»
«Α γειά σου κοπέλα μου τι θα ήθελες;»
«ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΤΙ ΒΡΑΧΙΟΛΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΣΑΣ. ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΠΕΙΤΕ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΟ ΠΟΙΟΣ ΤΑ ΑΓΟΡΑΣΕ;»
«Μην φωνάζεις κάλε , ακούω» ναι παρά πολύ
«Θα μας βοηθήσετε;»
«Ναι δώστε μου τα βραχιόλια»
«Ορίστε» έδωσα τα βραχιόλια στην γριούλα.-ΠΙΟ ΕΥΓΕΝΙΑ ΠΑΡΑΚΑΛΩ
«Λοιπόν , μισό λεπτάκι να ψάξω στις κρατήσεις»
Αφού έψαξε σχεδόν όλο το μαγαζί επιτέλους βρήκε τα δικά μας.
«Τα βραχιόλια αυτά ήταν κρατημένα στο όνομα Αχιλλέας Νικολάου» ΣΤΟΝ ΠΟΙΟΝ;
«Είστε σίγουρη;»
«Ναι, εδώ έχω γράψει ξεκάθαρα, βραχιολάκια με τα εξής ονόματα στο όνομα Αχιλλέας Νικολάου»Για πάμε το τραγούδι μας
ΕΧΑΣΑ ΤΗΝ ΓΗ , ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΟΥ
«Σας ευχαριστούμε, καλύτερα να φύγουμε τώρα»
Εγώ να πω τι τώρα σε αυτό; Να το πιστέψω; Έχω περάσει πολλά στην ζωή μου όποτε δεν ξέρω τι να πιστέψω πλέον.
«Κορίτσια εγώ μάλλον θα φύγω , θέλω λίγο να κάτσω και να σκεφτώ κάποια πράγματα μόνη μου χωρίς φωνές και γνώμες των άλλων»
«Καλά ρε κολλητή όπως θες εσύ, πήγαινε σπίτι να χαλαρώσεις λίγο γιατί έχεις κοκκινίσει και δεν σε βλέπω πολύ καλά»
«Σίγουρα; Δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»
«Είσαι χαζή ρε; Όχι»
«Καλά κορίτσια θα τα πούμε μετά, θα σας στείλω μήνυμα»[...]
«Μαμααα; Είσαι σπίτι;»
«Ναι παιδί μου στο μπάνιο είμαι»
«Τι κανείς στο μπάνιο;»
«Ε τι θες να κάνω; Τι κάνουν οι άνθρωποι στο μπάνιο;»
«Εμμμ την ανάγκη τους;»
«Εγώ φτιάχνω τα μαλλιά μου»
«Που θα πας πάλι ρε μαμά; Δεν έχεις σταυρώσει μια μέρα μέσα στο σπίτι ;»
«Θα πάμε με τον πατέρα σου για φαγητό σε ένα υπερλουξ εστιατόριο που εντοπίσαμε εχτές»Τι να σου πω και σένα, εδώ ο κόσμος χάνετε και αυτή θέλει να πάει σε υπερλουξ εστιατόριο.
Ανέβηκα στο δωμάτιο μου να χαλαρώσω λιγάκι γιατί εδώ μέσα είμαστε το κλουβί με τις τρελές. Εγώ βέβαια δεν ανήκω εδώ μέσα, είμαι απλώς περαστική.
Άνοιξα το άσπρο μου λαπτοπ που το είχα τοποθετήσει από πριν στο ράφι πάνω από το κρεβάτι μου να βάλω λίγο μουσικουλα.
Βασικά... Μήπως...Λέω μήπως.... Να πάρω τον Αχιλλέα ένα τηλέφωνο να περάσει από έσω να κάτσουμε; Η βασικά όχι...
Βρε δε πάει να χεστεί ο παπάρας.. Θα τον πάρω.
[Στην Κλήση]
«Αχιλλέα;»
«Τι θες Μυρτώ;»
«Έχει γίνει κάτι; Ακούγεσαι νευριασμένος»
«Όχι , μια χαρά, λέγε τι θες;»
«Μήπως θα ήθελες να έρθεις από εδώ, να κάτσουμε;»
«Δεν ξέρω μωρέ»
«Θα φτιάξουμε κρέπες»
«Έρχομαι»Σιγά που δεν θα ερχόταν. Ο χοίρος. Ο Τόφαλος.
Τέλος πάντων, ας κοιταχτώ λίγο στον καθρέπτη να δω πως είμαι.
ΚΑΛΕ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ;
Πως είμαι έτσι;
Πω ρεζίλι, πως βγήκα έτσι έξω;
Πω μαλάκα, πρέπει να χτενιστώ λιγάκι γιατί θα με δει σαν άφρο ο άλλος.
Ντίν Ντόν ( ήχος κουδουνιού στο πλάνο)
«Μυρτούλα άνοιξε την πόρτα»
«Ναι μαμάαα»Μία τελευταία φορά να με κοιτάξω στον καθρέπτη..
Φτου σου κοπέλα μου..«Ανοιγωωω» έτρεξα λες και είμαι σε αγώνες
«ΜΙΣΟ ΛΕΠΤΟ ΑΝΟΙΓΩ ΛΕΜ»ΤΙ ΦΑΣΗ ;
«Τι στον πουτσο θες εσυ έδω;»
____________________________________