13ο Κεφάλαιο

210 9 1
                                    

Πήγε στο γραφείο που έχει στο σπίτι και κάθισε στην καρέκλα άνοιξε τον φάκελο και είδε το περιεχόμενο του.

Δα:Το ήξερα. Αναφώνησε στον εαυτό της βλέποντας τα χαρτιά μπροστά της.

Την πόρτα άνοιξε ο Μάριος και η Δανάη ταραγμένη έκρυψε γρήγορα τα χαρτιά που είχε μπροστά της.

Μα:Δανάη θα μπορούσες να μου δώσεις λεφτά?
Δα:Ναι πάρε από το πορτοφόλι μου είναι στην τσάντα.
Μα:Εντάξει, έγινε κάτι? Φαίνεσαι ταραγμένη. 
Δα:Όχι όλα καλά.

Του χαμογέλασε και αυτός βγήκε από το γραφείο. Η Δανάη ξανά έβγαλε τα χαρτιά και τα κοίταζε, σε αυτά τα χαρτιά έγραφε για την εταιρία και το πώς το αφεντικό της έκανε παράνομες δουλειές στο  εξωτερικό χωρίς να φαίνονται κάπου και για άλλες συμφωνίες που είχε κάνει με υπαλλήλους του ακόμα και με τον Ιάσονα.

Αυτό που δεν ήξερε είναι αν εμπλέκεται και ο Λεωνίδας σε όλο αυτό η αν δεν ξέρει τίποτα.

Σκεφτόταν πως ήρθε η ώρα να ξεκινήσει με το σχέδιο της και να ψάξει και αλλά στοιχεία για αυτήν την οικογένια και το παρελθόν της.

Την ίδια ώρα στο σπίτι του Ιάσονα και της Λυδίας.

Ο Ιάσονας ήταν αρκετά κακοκεφος από όταν είδε την Δανάη και τον Λεωνίδα νόμιζε ότι την είχε ξεπεράσει μετά από τόσα χρόνια αλλά όταν την ξανά είδε όλα χάθηκαν, δεν ήταν ευτυχισμένος στον γάμο του το μόνο που τον κρατούσε σε αυτόν ήταν η Ελπίδα η κόρη του, την αγαπούσε πάρα πολύ το ίδιο και αυτή.

Ελ:Μπάμπα γιατί είσαι έτσι?
Ια:Τι εννοείς αγάπη μου?
Ελ:Κακοκεφος.
Λυ:Μια χαρά είναι ο πατέρας σου ελπίδα.

Πετάχτηκε η Λυδία με αυστηρό τόνο.

Λυ:Πήγαινε στο δωμάτιο σου θέλω να μιλήσω με τον πατέρα σου. Συνέχισε με τον ίδιο τόνο.

Η ελπίδα έφυγε για το δωμάτιο της χωρίς να πει τίποτα.

Ια:Τι θες να πούμε που είναι τόσο σοβαρό ώστε να μιλήσεις έτσι στο παιδί?
Λυ:Ξέρω ότι σκέφτεσαι αυτήν Ιάσονα.
Ια:Και αν το κάνω τι με αυτό? Αφού δεν θέλει να έχει καμία σχέση μαζί μου.
Λυ:Βέβαια αφού τώρα κυνηγάει τον αδερφό μου.
Ια:Δεν τον κυνηγάει αυτή αυτός την κυνηγάει συνέχεια.
Λυ:Και εσύ που το ξέρεις την παρακολουθείς?

Ο Ιάσονας αγανακτισμένος την κοιτάζει και περνει το μπουφάν του.

Λυ:Που πας τώρα?
Ια:Κάπου έξω δεν σε αντέχω άλλο.

Είπε και βρόντηξε την πόρτα πίσω του, η Λυδία με τα νεύρα που είχε άρπαξε ένα βάζο και το πέταξε κάτω με δύναμη σπάζοντας το.

Στην κορυφή της σκάλας στεκόταν η Ελπίδα η οποία είχε ακούσει αρκετά από όλα αυτά και δεν πίστευε σε αυτά που άκουγε, ο πατέρας της ήθελε την αδερφή του Μάριου? Την οποία γνώριζαν από παλιά? Κάτι έτρεχε με όλο αυτό και ήθελε να μάθει αλλά δεν μπορούσε να ρωτήσει τους γονείς της γιατί δεν θα της λέγανε.

DANGEROUS OR NOT?Onde histórias criam vida. Descubra agora