Κεφάλαιο 1: Η αρχή

23 1 0
                                    

    "Κάσι! Κάσι!", η φωνή του Αλέξη με τράβηξε έξω από τις σκέψεις μου. Τον κοίταξα ερωτηματικά. "Τους χαιρέτησες τους φίλους σου;", με ρώτησε.

"Ποιους φίλους μου;", ρώτησα πίσω ρουφώντας λίγο από τον καφέ μου. Απέστρεψε το βλέμμα του. 

"Πρώτα θα πάμε στην Ιταλία, στον γάμο του Antonio. Αν δεν θες μπορείς να κάτσεις στο τροχόσπιτο όσο θα είμαι στον γάμο, δεν χρειάζεται να έρθεις, εγώ πρέπει να πάω", μου έλεγε και ένιωσα να χάνομαι πάλι στις σκέψεις μου. "Κάσι!", σχεδόν φώναξε αυτή τη φορά. 

"Όχι, θα έρθω μαζί σου στον γάμο. Δεν θέλω να είμαι μόνη μου", του απάντησα ξερά για να σταματήσει να με ενοχλεί. Ο Αλέξης συνέχισε να μου εξηγεί στην πορεία του ταξιδιού μας για εκατοστή φορά, όσο εγώ προσπαθώ να αποφασίσω αν μου αρέσει ο καφές που πίνω ή οχι. 

    "Πιστεύεις ότι είναι βιαστική αυτή η απόφαση;", τον ρώτησα ξαφνικά και φάνηκε χαμένος για λίγο, σαν να μην κατάλαβε την ερώτησή μου.

"Ειλικρινά; Ναι. Παρατάς το σχολείο  πάνω στις εξετάσεις για να πας στην Αγγλία να κάνεις τι; Να δουλέψεις σερβιτόρα;", είπε με έναν εκνευρισμό στο πρόσωπό του.

"Να φύγω από εδώ", έδωσα την δική μου απάντηση.

"Καταλαβαίνω ότι θες να ξεφύγεις από αυτό το μέρος και την όλη κατάσταση, αλλά είναι δύο μήνες. Μπορείς να κάτσεις δύο μήνες, να τελειώσεις το σχολείο και μετά να πας όπου θες", μου είπε και μου δίνει όλο και περισσότερο την αίσθηση ότι δεν καταλαβαίνει την "όλη κατάσταση".

"Είναι δύο μήνες στην κόλαση Αλέξη. Οι γονείς μου πέθαναν, όχι ο σκύλος μου", του απάντησα και δεν μίλησε- μάλλον επειδή δεν είχε τίποτα να πει. "Τέλος πάντων, αν μετάνιωσες, μπορείς να μην έρθεις, θα βρω κάποιον άλλον να με πάει στην Αγγλία",  πρόσθεσα αδιάφορα. 

"Κάσι, δεν είπα αυτό. Απλά ζήτησες την γνώμη μου και στην έδωσα. Αυτό είναι όλο", απάντησε σχεδόν τρυφερά και μου έδωσε ένα συγκαταβατικό βλέμμα. 

         Στιγμές αργότερα καθόμουν στην θέση του συνοδηγού στο τροχόσπιτο και περίμενα στον Αλέξη να φέρει κάποια τελευταία πράγματα από το παλιό μου σπίτι. Η πόρτα χτύπησε πίσω μου, καθώς ο Αλέξης έμπαινε στο καινούριο μου, κινούμενο σπίτι. 

"Είσαι σίγουρη ότι δεν θες να αποχαιρετήσεις την κατοικία στην οποία μεγάλωσες;", ρώτησε, όχι πολύ σίγουρος αν έπρεπε να το κάνει. Γύρισα και κοίταξα την εξώπορτα και την μικρή βεράντα. Ο κάκτος που μου είχε πάρει ο μπαμπάς μου από το πανηγύρι στεκόταν στο πεζούλι του παραθύρου και με κοιτούσε. 

"Μπορείς να μου φέρεις εκείνον τον κάκτο, στο παράθυρο;",  παρακάλεσα  τον Αλέξη και εκείνος υπάκουσε χωρίς να πει κουβέντα. Όταν επέστρεψε πάλι μου έδωσε το μικρό αγκαθωτό φυτό και στάθηκα λίγο να το κοιτάω. 

"Λοιπόν;", είπε και τον κοίταξα, "Θα το αποχαιρετήσεις το σπίτι;", ρώτησε πιο σίγουρος αυτή την φορά. 

"Δεν υπάρχει κάτι να αποχαιρετήσω", απάντησα πιο ψυχρά από ότι θα ήθελα κι εκείνος έβαλε μπρος το τροχόσπιτο. 

Ξεκινώντας για το μεγάλο μας ταξίδι και αφήνοντας πίσω μας το μικρό μας παρελθόν. 



Έρωτας στους δρόμους της ΕυρώπηςWhere stories live. Discover now