εφιάλτες

5 0 0
                                    

Όταν φτάσαμε σπίτι του Antonio, εκείνος και η μέλλουσα γυναίκα του, η Mia, μας υποδέχτηκαν με χαρά. Μας έκαναν το τραπέζι και καθόμασταν εκεί για ώρες συζητώντας. Ο Antonio ήταν αρκετά ψηλός, περίπου όσο ο Αλέξης, είχε μακριά καστανόξανθα μαλλιά που τα έπιανε σε έναν χαμηλό κότσο και πολλά μούσια. Ήταν και αυτός πολύ γυμνασμένος και το παρουσιαστικό του σε τρόμαζε αλλά ήταν πολύ αστείος και καλός. Η  Mia από την άλλη ήταν μικροκαμωμένη και γλυκούλα. Είχε πλούσια μακριά καστανά μαλλιά και λεπτή φιγούρα. Φαινόταν να είναι πολύ ευγενική και προσεκτική με τα πράγματα γύρω της. Σαν ζευγάρι φαινόταν αταίριαστο αλλά φαίνονταν πόσο πολύ αγαπούσαν ο ένας τον άλλον.

Η Mia αποδείχτηκε να είναι καταπληκτική μαγείρισσα και παρόλο που το στομάχι μου ήταν κόμπος κατάφερα να φάω μια ικανοποιητική ποσότητα.

- λοιπόν Κάσι, πως πάει το σχολείο; Ρώτησε ξαφνικά η Mia βγάζοντας με από τις σκέψεις μου.
-Δεν πάω σχολείο, απάντησα φυσικά και ήπια λίγο από το κρασί μου, αγνοώντας το επιθετικό βλέμμα του Αλέξη.
-Αα, δηλαδή τελείωσες;
-Οχι, απλά δεν πάω σχολείο.

Φαινόταν πολύ μπερδεμένη όσο με κοιτούσε με τα ανοιχτό καφέ μάτια της.
Ο Antonio μπήκε στην συζήτηση και της εξήγησε πως στην ουσία παράτησα το σχολείο. Εκεί φαινόταν ακόμα πιο μπερδεμένη, αλλά δεν την κατηγορώ.

Η ώρα περνούσε κι άλλο και η υπόλοιπη παρέα φαινόταν να έχει να πει πολλά, ενώ εγώ ήμουν στο 6ο ποτήρι κρασί. Η Mia είχε πάει για ύπνο εδώ και λίγη ώρα. Κι εγώ πλέον κρατούσα με το ζόρι τα μάτια μου ανοιχτά, όσο ο Αλέξης συζήτησε με τον Antonio με τόση ζωντάνια. Ξαφνικά ο Αλέξης, που είχε τα χέρια του γύρω μου, με τράβηξε πάνω του, σε μια σεμνή αγκαλιά. Χάιδεψε λίγο τα μαλλιά μου και συνέχισε να συζητάει χαμηλόφωνα.
"Κοιμήσου", μου ψιθύρισε και δεν έφερα καμία αντίσταση.

Είμαι στο δρόμο προς το πατρικό μου και βλέπω περιπολικά γύρω μου. Σκέφτομαι πόσο υπερβολική ήταν πάλι η μάνα μου, που απλά άργησα να γυρίσω και φώναξε τους μπάτσους. Καθώς πλησιάζω ένας αστυνομικός προσπαθεί να με σταματήσει και βιαστική του λέω πως μένω εδώ και πως οι γονείς μου είναι υπερβολικοί. Μπαίνοντας στο σπίτι βλέπω την θεία μου να κλαίει στην άκρη του καναπέ. Αρχίζω να πιστεύω πως κάτι πάει λάθος. Ένας άλλος αστυνομικός μπαίνει μπροστά μου και με ρωτάει αν είμαι η Κασσάνδρα Κοσμοπούλου. Απαντάω θετικά και βλέπω την θεία μου να έρχεται προς το μέρος μου. Δεν μπορεί να σταματήσει να κλαίει και με αγκαλιάζει σφιχτά. Ρωτάω τι συμβαίνει. Μου ανακοινώνει πως οι γονείς μου πέθαναν σε ένα τροχαίο. Οι λυγμοι της γίνονται πιο έντονοι και εγώ στέκομαι ακίνητοι από το σόκ. Η θεία μου πάει να με αγκαλιάσει ξανά αλλά την σπρώχνω μακριά μου. Αρχίζω να τρέχω προς την έξοδο του σπιτιού, όσο εκείνη φωνάζει τι όνομα μου πίσω μου. Δάκρυα τσούζουν τα μάτια μου και δεν μπορώ να δω καλά. Πέφτω πάνω σε κάποιον και προσπαθεί να με κρατήσει. Τον κοπαναω στο στήθος και τσιριζω να με αφήσει. Με χώνει στην αγκαλιά του και με κρατάει σφιχτά όσο ξεσπάω περισσότερο σε κλάματα. Μου χαϊδεύει τα μαλλιά και προσπαθεί να με ηρεμήσει.
"Ηρέμησε" ακούω τον Αλέξη να μου λέει όσο κλαίω στο στέρνο του και τον κρατάω από την μπλούζα.

Ξυπνάω με τον Αλέξη να φωνάζει το όνομα μου κι εγώ να κρατάω την μπλούζα του με τον ίδιο τρόπο που την κρατούσα στον εφιάλτη μου. Η ανησυχία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Ξάπλωσε δίπλα μου και με πήρε στην αγκαλιά του καθώς δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπο μου.
"Γίνεται όλο και χειρότερο",είπα σιγά.
"Δεν θα είναι για πάντα έτσι", απάντησε μαλακά όσο μου χάιδευε τα μαλλιά.
"Κι αν είναι;", Ρώτησα με τρόμο.
"Δεν θα είναι", είπε αλλά δεν ακουγόταν πολύ σίγουρος.
Μείναμε έτσι αρκετή ώρα και με ηρέμησε αρκετά. Μου έλειπε να με κρατάει κάποιος και να νιώθω ασφάλεια μαζί του.

Kamu telah mencapai bab terakhir yang dipublikasikan.

⏰ Terakhir diperbarui: Dec 09, 2020 ⏰

Tambahkan cerita ini ke Perpustakaan untuk mendapatkan notifikasi saat ada bab baru!

Έρωτας στους δρόμους της ΕυρώπηςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang