Γαμώτο της

12 1 0
                                    

Αλέξης POV

Άκουσα την πόρτα του δωματίου να κοπανάει και χτύπησα το τιμόνι από τα νεύρα μου. Αυτό το κορίτσι με τρελαίνει από την στιγμή που γεννήθηκε.  Νομίζω ήμουν πολύ σκληρός απέναντι της. Το ξέρω κι εγώ, καλύτερα από τον καθένα, πόσο παρατημένη ήταν από τους δικούς της. Πάντα έτρεχε στη μάνα μου όταν είχε πρόβλημα -ή σε μένα όταν μεγαλώσαμε λίγο. Αλλά δεν μπορεί να μιλάει έτσι για τους γονείς της. Πόσο μάλλον όταν αυτοί είναι νεκροί.

Πάντα έτσι ήταν, δεν συγκρατούσε τα νεύρα της ποτέ. Κι αν νευρίαζε δεν έπρεπε να βρίσκεσαι μπροστά της. Πίστευα πως τώρα που έχει μεγαλώσει κάπως, θα είναι πιο λογική, αλλά όπως φαίνεται η εφηβεία της έχει πετάξει τα μυαλά στον αέρα. 

Γαμώτο της! Τόση ώρα την ακούω που κλαίει, θα σκάσει! Όχι, καλύτερα. Να κλάψει να ανοίξουν τα πνευμόνια της. Δεν θα την λυπάμαι πια, είναι ενήλικη. Κι ας φερέται σαν παιδί.

"Τα νεύρα μου!" μονολόγησα και χτύπησα άλλη μία φορά το τιμόνι. Με τρελαίνει! Πως θα αντέξω μαζί της όλο το ταξίδι; 

Στο μυαλό μου έσκασαν εικόνες απ'ο το στήθος της που είχε φουσκώσει, όταν καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια. Είμαι άρρωστος. Τελευταία φορά που την είδα ήταν μία όμορφη έφηβη και τώρα έχει γίνει ολόκληρη γυναίκα. Γαμώ το κέρατο μου! Κοίταξα την στύση μου που ήθελε να σπάσει το τζιν και να ελευθερωθεί.

Ηρέμησε Αλέξη, είναι απλά η Κάσι, η μικρή σου αδερφή. 

"Την οποία παρεμπιπτόντως πήδαγες χθες", ξεπετάχτηκε από αλλού αυτή η σκέψη. "Είμαι σίγουρος πως αυτό το πήδημα ήταν πολύ...αδερφικό"

Αφού μου κουνιόταν όλη μέρα! Λογομαχώ και με τον εαυτό μου τώρα. 

"Και πρέπει να πηδάς ό,τι σου κουνιέται;"

Θα τρελαθώ, δεν γίνεται. Αυτή θα με τρελάνει.

Είδα την ταμπέλα για ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ και ακολούθησα την διαδρομή, για να σταματήσω κάποιες ώρες εκεί. Δεν γίνεται να οδηγώ χωρίς να είμαι συγκεντρωμένος. Πλέον δεν άκουγα την Κάσι να κλαίει. Καλύτερα. Πονάει η ψυχή μου όταν την ακούω να κλαίει.

Έπειτα από λίγο σταμάτησα έξω από το σούπερ μάρκετ και πήρα μια βαθιά ανάσα, καθώς έσβησα την μηχανή. Το κινητό μου χτύπησε και το κοίταξα λοξά για να δω ποιος είναι. Ελπίζω όχι πάλι η μάνα μου, δεν αντέχω κι άλλη γκρίνια.

Ήταν η Εύα. Τι θέλει πάλι κι αυτή;

"Παρακαλώ;" είπα καθώς σήκωνα το τηλέφωνο. 

"Αλέξη;" την άκουσα από την άλλη μεριά της γραμμής να ψελλίζει κλαίγοντας. Πάνε βδομάδες από όταν χωρίσαμε αλλά εκείνη ακόμα επέμενε. Πήρα άλλη μια ανάσα.

"Τι είναι Εύα;" ρώτησα όσο πιο μαλακά μπορούσα. Ήμουν ακόμα εκνευρισμένος με την Κάσι αλλά δεν χρειαζόταν να πληρώσει η Εύα τα σπασμένα.

"Θε-θέλω να βρεθούμε, να μιλήσουμε" είπε και κατάλαβα πόσο είχε κλάψει.

"Εύα, δεν έχουμε κάτι να πούμε, αλλά και να είχαμε δεν μπορούμε να βρεθούμε, είμαι στην Ιταλία" της εξήγησα.

"Αλέξη, δεν τον αντέχω αυτόν τον χωρισμό..." 

"Θα είσαι μια χαρά" την έκοψα

"Σε παρακαλώ"

"Εύα, χωρίσαμε επειδή σου είπα ότι πρέπει να είμαι εκεί για την Κάσι, τώρα που πέθαναν οι γονείς της και εσύ μου είπες ότι δεν θα αντέξεις τόσο καιρό μακριά μου και να γνωρίζεις ότι είμαι δίπλα σε μια άλλη γυναίκα. Η Κάσι είναι μόνο ένα πληγωμένο κορίτσι και εσύ μου έκανες σκηνή ζηλοτυπίας"

Και από ότι φαίνεται είχες δίκιο, είπα στον εαυτό μου.

"Έκανα λάθος, συγγνώμη..." είπε ενώ έκλαιγε.

Έτριψα τις άκρες των ματιών μου με τα δάχτυλά μου. Είχα αρχίσει να χάνω την υπομονή μου μαζί της. 

"Εύα, δεν μπορεί να γίνει τίποτα τώρα, σταμάτα να με ενοχλείς, καληνύχτα" της είπα και της το έκλεισα πριν προλάβει να απαντήσει.

Ξεφύσησα προσπαθώντας να ηρεμήσω. 

Ο θυμός μου επέστρεφε όσο θυμόμουν πως μου φώναξε η Κάσι. Θα την πηδάω μέχρι να μάθει να φέρεται. Κι ας λέει ότι θέλει να το ξεχάσουμε, το ξέρω ότι δεν θέλει. 

Κοίταξα την ώρα. Είχε πάει αργά και είχα κουραστεί από τις σκέψεις μου. Θα πάω να κοιμηθώ.

Έρωτας στους δρόμους της ΕυρώπηςWhere stories live. Discover now