Στάθης
Εκείνο το πρωινό ο πατέρας μου οδήγησε έως το παρκάκι όπου μας πήγαινε όταν ήμουν μικρός εμένα, την Αγγελικούλα και τον Νικόλα. Θέλησε να μου μιλήσει για τη συμπεριφορά του τόσα χρόνια, τις ανησυχίες του και το γεγονός της φοβίας του μη γίνω σαν κι εκείνο στα νιάτα του... Είπε πως μας αγαπάει και τους τρείς μας, μας αγαπάει εξίσου το ίδιο παραδέχτηκε... Ακόμη σχολίασε πως ήταν λάθος, δεν είχε βρει απλά τον σωστό τρόπο να με προσεγγίσει και γι αυτό οι καβγάδες μας ήταν τόσο έντονοι και συχνοί. Τον άκουγα με προσοχή, αλλά δε μιλούσα, άλλωστε δεν είχα κάτι να πω εγώ. Σχολίασε πως ήθελε μια ισχυρή σχέση να χτιστεί ανάμεσα μας, να είμαστε σαν πατέρας με γιο, να σταματήσει αυτή η κόντρα...
Έχει περάσει βέβαια κάμποσος καιρός από τότε, μπορώ να πω πως τα ψιλοπηγαίνουμε καλά δηλαδή δεν τρωγόμαστε κάθε μέρα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως εγκρίνει τις παρέες μου και πως περνάει στο ντούκου το γεγονός του ότι ακόμη κάποια βράδια αργώ ακόμα να γυρίσω σπίτι. Αν και το τελευταίο το θεωρώ αρκετά κουλό, δηλαδή, στα είκοσι μου δεν δικαιούμαι να ξενυχτίσω και γυρίσω ξημερώματα; Μόνο τα ρεμάλια το κάνουν αυτό;
«Έλα διαλέξατε ταινία;» ο Σπύρος ρωτάει γυρνώντας από την τουαλέτα.
Έχουμε έρθει σινεμά μετά από πολλά παρακάλια του Σπύρου για ταινία, είπε πως δεν είχε θέμα να διαλέξουμε εμείς όποια θέλουμε δηλαδή εγώ και ο Πέτρος αρκεί να κάνουμε κάτι διαφορετικό από το να αράζουμε συνέχεια στο στέκι μας...
«Εγώ τις βρήκα και ξενέρωτες όλες... Δεν γουστάρω να πω την αλήθεια.» σχολιάζω βλέποντας τι προβολές έχει.
«Κοίτα, αυτή η δράσης ίσως να ήταν μια καλή ανάμεσα σε όλες τις άλλες... όμως και πάλι πολύ μούφα όλα!» ο Πέτρος συμφωνεί εν τέλει μαζί μου.
«Άρα δεν ψήνεστε; Τι ήρθαμε τότε;» ενοχλείται ο Σπύρος «Πάμε στο μπιλιαρδάδικο...» σχολιάζει και πάμε να φύγουμε.
«Ώρες, ώρες κάνεις όμως σαν γκόμενα.» τον πειράζει ο Πέτρος και γελάω στον σχολιασμό του.
Ξαφνικά μια τύπισσα πέφτει πάνω μου και με λερώνει με τα δύο ποτήρια αναψυκτικού που κρατούσε στα χέρια της... Με κοιτάζει για λίγα δεύτερα και κοκαλώνει. Σιχτιρίζω την τύχη μου ενώ την ακούω να μου λέει «Χίλια συγγνώμη... εγώ, δεν... καταλάθος!»
«Τα μάτια για να βλέπουμε τα έχουμε!» λέω με νεύρα και προσπαθώ να με σκουπίσω με κάτι χαρτοπετσέτες που βρίσκω μπροστά μου.