Τελείωσα από ώρα τα μαθήματα μου και κάθομαι στο μπαλκόνι μου ανάβω ακόμη ένα τσιγάρο καθώς βλέπω την Μαρία να έρχεται με 2 κουπες καφέ στα χέρια και ένα πονηρό χαμόγελο στο στόμα...
- Με διπλή δόση ρουμι, μου λέει καθώς τον αφήνει μπροστα μου και κάθεται απέναντι για να με βλεπει καλυτερα...
- Ευχαριστώ ρε Μαράκι... Βάζω το ποτηρι στα χείλη μου και απολαμβάνω την πρωτη γουλιά ενώ τα μάτια μου είναι καρφωμένα στον ουρανό, η δυση του ήλιου τον έχει ντύσει με υπέροχες κόκκινες και πορτοκαλι αποχρώσεις...
- Λοιπόν, τι συμβαίνει;;; Είπε και γυρισε και αυτή το βλέμμα της στην ίδια κατεύθυνση με εμένα.
- Τι εννοείς; Ρώτησα χωρίς να γυρίσω να τη δω.
- Με τον Τιμ, εχω να τον δω μέρες, δε μιλάτε στο τηλεφωνο και το πρωι που συναντηθηκατε δεν σε είδα να τον φιλάς...
Η στιγμή που ήθελα εδώ και πολυ καιρό να αποφύγω ήρθε. Είναι η ώρα τις σκέψεις που κάνω τόσο καιρό για 'εμάς' να τις πω δυνατά...
- Δεν ξέρω, είπα και σήκωσα τους ώμους.
- Έγινε κάτι;;;;....
- Έγιναν, πολλα μικρά, κανένα δεν με πειραξε όταν έγιναν... Όταν όμως τα σκεφτομαι ειναι τελείως διαφορετικα. Ο Τιμ είναι ο ίδιος, δεν έχει αλλάξει σε τίποτα... Δεν μπορώ να τον κατηγορήσω... Έτσι ήταν, εγώ δεν το έβλεπα.... Φοβάμαι πως μαζί του τα πράγματα είναι μονόδρομος...μονόδρομος που έχει άλλη κατεύθυνση από αυτή που θέλω εγώ... Είπα και ένοιωσα ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλο μου. Το σκουπισα γρήγορα, ήπια άλλη μια γουλιά απο τον καφέ μου και συνέχισα.
- Την Παρασκευή δεν ήρθε να με πάρει ενώ είχαμε συνεννοηθεί πως θα πάμε μαζί στο ροκ καφέ... Εκεί ενώ έπρεπε να είμαι εγώ η θυμωμένη ήρθε και έκανε σκηνή ζήλιας για τον Αλέξη και δεν έφτανε αυτό , του πέσανε τα μάτια με την κοπέλα του Κωνσταντίνου που ηρθε να τον χαιρετίσει.
Εκείνη τη στιγμή η Μαρία με διέκοψε κάπως έκπληκτη...
- Ποιος είναι ο Κωνσταντίνος, νέος φίλος του Τιμ;
Δεν την κατηγορώ που δεν πήγε το μυαλό της στον φίλο μου... Πείρα μια βαθιά ανάσα και της τα περιέγραψα σχεδόν όλα, την απίστευτη αλλαγή εκείνης της βραδιάς, την ανέμελα του την Δευτέρα το πρωι, τις συγγνώμες που μου ζήτησε... Για το τέλος άφησα την αγένεια του Τιμ απέναντι στον πιτσιρικά με την κιθάρα αλλά και τον παράξενο δάσκαλο του...
Αφού έκατσε για λίγο σκεπτική με ρώτησε...
- Πιστεύεις πως ο Κωνσταντίνος ο φίλος σου έχει κάποια σχέση με τον μυστήριο νέο;
- Χαχαχα, ε όχι δα, γέλασα περισσότερο για να πείσω εμένα παρά την Μαρία.
Μείναμε έτσι για λίγα λεπτά κοιτώντας προς τον ήλιο που πλέον είχε δύσει, η κάθε μια χαμένη στις σκέψεις της.
- Πρέπει να ετοιμάσω το δείπνο, είπε η Μαρία καθώς σηκώθηκε γρήγορα παίρνοντας μαζί της τα άδεια ποτήρια.
Το κινητό μου άρχισε να δονατε, το κοίταξα απρόθυμα, ήταν ένα μήνυμα από άγνωστο νούμερο που έλεγε,
" Γεια σου ομορφη, έμαθα πως ρωτάς για εμένα "
Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά και γρήγορα, δεν μπορούσα να το ελέγξω...
Αφου έμεινα σκεπτική για λίγες στιγμές απάντησα στο μήνυμα.
"Ποιος είναι; Είσαι σίγουρος ότι έστειλες μήνυμα στον σωστό αριθμό;"
Οι στιγμές που περασαν μέχρι να μου απαντήσει με βρήκαν να βηματιζω νευρικά στο μπαλκονι με τα τσιγάρα να διαδέχονται το ένα το άλλο... Επιτελους το τηλέφωνο ξαναδονηθηκε.
"Φυσικά και είμαι Βίκυ, εσυ όμως τι θέλεις να μαθεις για εμενα;"
Μετά από αυτό το μήνυμα δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Αν ήταν ο Τιμ ή κάποιος φίλος του και ήθελαν να κάνουν πλακα ή να δοκιμάσουν την αφοσίωση μου τότε πως ξέρουν πως ρώτησα για τον μουσικό Κωνσταντίνο; Άρα δεν είναι ο Τιμ.
Ο μόνος που ρώτησα για τον άγνωστο είναι ο πιτσιρικας... Από που όμως βρήκε το τηλέφωνο μου;.... Τη στιγμή εκείνη άκουσα το κουδούνι της πόρτας και την Μαρία να πηγαίνει να ανοίξει την πόρτα με γρήγορα βήματα.
-Καλησπέρα μικρή, άκουσα την φωνή του Αλέξη καθώς με πλησίαζε, αλλά δεν ήταν μόνος του, μαζί του ήταν και η όμορφη κοπέλα του.
-Καλησπέρα μεγάλε, είπα ειρωνικά ενώ εκείνος μου έδινε ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού μου, κάτι που όποτε το κάνει νοιώθω όπως τότε που ήμουν 3 ετών και γυριζα από τον παιδικο σταθμό.
- Γεια σου Βίκυ μου, είπε η Ιωάννα και άνοιξε τα χέρια της να μου κάνει μια αγκαλιά.
-Καλώς ήρθες Ιωάννα μου, χαίρομαι πολυ που ήρθες. Και πραγματικα χαιρόμουν, τη συμπάθησα αυτή την κοπέλα.
Εκείνη την στιγμή χτυπησε το τηλέφωνο μου, ήταν ο Τιμ...
Το κοίταξα, σκέφτηκα για μερικά δευτερόλεπτα....
-Συγγνώμη παιδιά είναι ο Τιμ...
Εκανα μερικά βήματα μακριά από τα παιδια και απάντησα την κλήση..
- Ναι...
-Γεια σου, μωρό μου, τι κάνεις;
- Καλά, εσυ; Είπα φανερά ενοχλημένη.
- Καλά, θα περασω να σε παρω μετά. Θα βγουμε με τα παιδιά για ποτο. Είπε λες και ολα ήταν μια χαρά.
- Εγώ δεν θα έρθω, είναι ο Αλέξης εδώ και θα φάμε οικογενειακά. Καλά να περάσετε.... Πλέον η φωνή μου ήταν σκληρή και άχρωμη...
-Οκ, εσυ θα χάσεις. Είπε και έκλεισε το τηλέφωνο....
Τι έγινε τώρα; Δεν καταλαβαίνει ότι πάνω από τον ουρανό μας μαζεύονται μαύρα σύννεφα;
Γύρισα στην παρέα με ένα ψεύτικο χαμόγελο στα χείλη...
Τα επόμενα λεπτά είπαμε τα τυπικά νέα μας με την Ιωάννα αλλά το μυαλό μου ήταν αλλού, ο αδερφός μου σαν να διάβασε τις σκέψεις μου γυρισε προς το μέρος μου, με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και είπε...
- Βίκυ γλυκιά μου, η Ιωάννα είναι πολυ καλη ακροατρια αλλά δε μπορεί να σε βοηθήσει με αυτο που σε απασχολεί αν εσυ εδώ και πεντε λεπτά της μιλάς για τους καθηγητές που έχεις στο σχολείο και αν οι συμμαθητές σου είναι ακόμα ανώριμα παιδάκια.
Τα τελευταία λόγια τα είπε καθώς σηκωνόταν για να μας φέρει μπύρες.
Γύρισα προς την Ιωάννα που είχε μια γλυκιά έκφραση αναμονής...
- Οκ λοιπόν... Ξεκίνησα να λέω τα πράγματα από την αρχή με όλες τις λεπτομέρειες αυτή τη φορά. Μόλις τελείωσα η Ιωάννα έδειχνε βαθιά προβληματισμένη.
- Τον αγαπάς; Με ρώτησε και ήρθε να κάτσει δίπλα μου χαϊδεύοντας μου τα μαλλιά. Η κίνηση της αυτή με ξάφνιασε αλλά μου άρεσε πολύ, την ένιωσα φίλη, μια φίλη που δεν είχα ποτέ και τώρα κατάλαβα πόσο πολύ την είχα ανάγκη.
- Έτσι νομίζω, έτσι συνήθισα να νομίζω...
Της είπα με φωνή σταθερή γεμάτη όμως από αμφιβολίες..
- Ξέρεις γλυκιά μου, η αγάπη δεν έχει ίσως, μπορεί και νομίζω. Η αγάπη είναι τόσο δυνατό συναίσθημα που θα σε κάνει να νοιώσεις ασφάλεια και σιγουριά από την πρώτη στιγμή... Δεν θα αμφιβάλει ποτέ η καρδιά σου και το μυαλό σου ποτέ δε θα κάνει δεύτερες σκέψεις για τον άνθρωπο σου...
Τα λόγια της ήταν σαν μαχαίρι στην καρδιά μου, ένα μαχαίρι όμως που δεν πλήγωσε τα αισθήματα μου αλλά τον εγωισμό μου... Ήμουν πλέον σίγουρη, με τον Τιμ πέρασα όμορφα, ήταν η διέξοδος από το μαύρο της ψυχοσύνθεσής μου μέχρι το γκρί, τίποτα περισσότερο... Εγώ ήθελα το λαμπερό άσπρο που περιέγραψε με τόσο απλά λόγια η Ιωάννα...
Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο Αλέξης με 3 μπύρες στα χέρια του και τότε πρόσεξα κάτι που ποτέ πριν δεν είχα προσέξει, ο τρόπος με τον οποίο συναντηθήκανε τα βλέμματα τους, θα ορκιζόμουν πως είδα τα μάτια του αδερφού μου να χαμογελούν και τα λεπτά μάγουλα της κοπέλας του να παίρνουν ένα ροδαλό κόκκινο χρώμα, οχι αυτό της ντροπής αλλά αυτό της εξτασης μετά το παθιασμένο φιλί δύο εραστών.
- Αυτό να ζήσεις, είπε ο Αλέξης χαμογελώντας μου γλυκά διαβάζοντας ακόμη μια φορά τη σκέψη μου...
Χαμογέλασα και πείρα την μπύρα μου στο χέρι. Η υπόλοιπη βραδιά πέρασε με όμορφες συζητήσεις και πολυ χιουμορ, ο άγνωστος δεν με ξανά έστειλε κανενα μήνυμα, έτσι και εγώ δεν ασχολήθηκα ξανά μαζί του....
Μετά το δείπνο καθίσαμε όλοι μαζί στο μπαλκόνι, η ώρα είχε περάσει και το κρυο ήταν πλέον ενοχλητικό, η Μαρία μας έφερε 4 σφηνάκια από ένα ποτό που το κάνει η ίδια, αφού τα ήπιαμε σηκώθηκαν τα παιδιά να φύγουν και η Μαρία τους ζήτησε να την πανε μέχρι το σπίτι της, έτσι έμεινα με τους γονείς μου που καληνύχτισα και ανέβηκα στο δωμάτιο μου...