Ένα χωνάκι βανίλια είναι μόνο ενα χωνάκι βανίλια;

26 1 0
                                    

Την εφηβεία μόνο οι γέροι και οι βλάκες την εξωραΐζουν. Όλοι οι υπόλοιποι ξέρουμε ότι η εφηβεία είναι σαν την άνοιξη: η πιο σκληρή μας εποχή. Ο Έζρα Πάουντ και ο Χατζηδάκις συμφωνούν απολύτως: η άνοιξη δεν είναι μόνο η ελπίδα της (ανα)γέννησης, ο σπόρος, για να φυτρώσει και να ανθίσει, τελικά περνάει άγρια ζόρια – April is the cruelest month. Η εφηβεία είναι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος της ζωής μας. Στα πεδία των μαχών της σκοτώνουμε το παιδί που υπήρξαμε, τους φίλους του, τους γονείς του, τις ισορροπίες του. Κάποιοι αδυνατούν να επιζήσουν. Πώς να θάψεις τόσους νεκρούς; Πώς να συνηθίσεις τόσες καινούργιες ξένες κακόηχες λέξεις; Επαγγελματική αποκατάσταση, κοινωνικός προσδιορισμός, ένταξη... Πώς να πάρουμε ξαφνικά proficiency στα αλαμπουρνέζικα των γονιών μας; Τι θα πει, μαμά, νέα τάξη πραγμάτων;

Κάποιοι έχουν το χάρισμα φυσικά.  Προσαρμογή ονομάζεται και – όπως όλα σχεδόν – είναι ένα νόμισμα με δύο όψεις. Κάποιοι γεννήθηκαν έτοιμοι, κομμένοι και ραμμένοι για μεγάλοι, με την κρούστα αρραγή και εκ γενετής στη θέση της.

Κάποιοι όμως, οι πιο πολλοί, κολυμπάμε στα θολά νερά του μέσου όρου: ούτε πρωταθλητές της προσαρμογής ούτε ισόβια φυλακισμένοι του παιδιού που υπήρξαμε. Μερικές φορές και τα δύο. Με τα τρελαμένα πάνω μας και τα θλιβερά κάτω μας. Εμείς αναδυόμαστε –όσοι επιζήσουμε τόσων οικιών θανάτων– καινούργιοι άνθρωποι από το πεδίο μάχης της εφηβείας μας, πιο σκληροί, κομματάκι πιο άχαροι, με κουρεμένο άγαρμπα το χνούδι του νεοσσού. Τελικά προσαρμοσμένοι. (Ψιλο)έτοιμοι για το καλύτερο και το χειρότερο. Όμως ούτε οι καλύτεροι, ούτε οι χειρότεοι.

Αυτό ήταν η εφηβεία μας. Τότε γιατί λυσσάξαμε όλοι μαζί της; Γιατί τόσα τραγούδια, τόσες ταινίες, τόσο μελάνι και τόσο φίλμ ξοδεμένο; Τι μας παιδεύει ακόμα ελόγου της τόσα χρόνια μετά; Πολλά χρόνια το ρωτούσα στον εαυτό μου και απάντηση δεν μου 'δινα. Χθες το βράδυ όμως ήμουν τυχερή: η απάντηση έφτασε ως εμένα από μόνη της, μισοκρυμμένη σε ένα χωνάκι βανίλια. Ένα χωνάκι παγωτό τόσο δραστικό όσο και η μαντλέν του Προυστ, η βουτηγμένη στο τσάι.
Ήταν έντεκα παρά δέκα, ήμουν έξω από την «Μπομπονιέρα» στην Κηφισιά κι ετοιμαζόμουνα για τη βραδινή προβολή της μνημιωδώς προβλέψιμης ταινίας Κωδικός Μέρκιουρι. Ξέρετε, από εκείνα τα φιλμ «πολλή δράση για το τίποτα», που σου επιτρέπουν να συγκεντρωθείς την μπύρα σου και στο φεγγάρι. Ξαφνικά ένιωσα μία πελώρια λαχτάρα για παγωτό χωνάκι. Βανίλια όμως και τίποτα άλλο – 'ξηγημένα πράγματα. Τρέχω στο διπλανό παγωτατζίδικο, παίρνω το χωνάκι μου ξεχειλισμένο από τρεις υπέροχες μπάλες και επιστρέφω στο σκοτάδι της προβολής που είχε αρχίσει. Κάθομαι. Βάζω το χωνάκι ανυποψίαστη στο στόμα. Και τότε ακριβώς έγινε. Είδα με κλειστά μάτια τη γλώσσα μου να μακραίνει, να γίνεται ένας δρόμος. Ένας δρόμος που ξεκινούσε από το χωνάκι μου και έφτανε στην αυλή του σχολείου μας στο Βόλο, ώρα οχτώ και είκοσι, Ιούνιος, γυμναστικές επιδείξεις της τρίτης γυμνασίου, εγώ δίπλα στη Μαρία – οι ψηλές μπροστά. Απέναντι ο Γιώργος με άσπρα σκονισμένα πέδιλα. «Κοιτάζει;» ρωτούσα τη Μαρία. «Κοιτάζει.» με καθησύχαζε. «Καρφωμένος είναι». Κι εγώ χαμήλωσα τα μάτια και έφερα το χωνάκι μου στο στόμα.  Ένα χωνάκι βανίλια. Τρεις μπάλες. Ένα χωνάκι πυρομαχικό στον πρώτο έρωτα της ζωής μου. Ένα χωνάκι φόρμα παραλλαγής – να μη βλέπει ο αντίπαλος τι κάνουμε. Ένα χωνάκι που ποτέ δεν έλιωσε και έτσι βγήκε αίφνης ένα βράδυ ανέπαφο μέσα από τον καύσωνα της ενήλικης ζωής μου για να με οδηγήσει ξανά στη χώρα της πρώτης φοράς. Στη χώρα όπου τίποτα δεν είχε ξαναγίνει και όλοι το πιθανό να συμβούν. Όπου οι γεύσεις ήταν χρωματιστές και οι εικόνες με τα νόστιμες και τα πάρτι υπέροχα. Πίσω στην εφηβεία μου!
Κανένα παγωτό δεν μπόρεσε ποτέ να συγκριθεί με εκείνο στα χρόνια που ακολούθησαν. Κανένα Häagen Dazs και καμιά Δωδώνη. Φουκαράδες εισαγωγείς που πάτε να αναμετρηθείτε με μίαν ανάμνηση! Κανένα πάρτυ δεν έφτασε ούτε στο μικρό δαχτυλάκι εκείνου απ' όπου έφυγα ετών δεκάξι, ξυπόλητη στη μία το βράδυ, ενώ επέμενε ότι το όριο είναι στις δώδεκα (και με τα παπούτσια στη θέση τους, παρακαλώ). Κανένα άρωμα ποτέ δεν θα μυρίζει σχολικές διακοπές όσο το ô της Lancôme – και μην ακούσω για τριαντάφυλλα και για μόσχους. Καμία μυρωδιά δεν συγκρίνεται με εκείνη που αναδύουν οι καλοκαιρινές διακοπές μεταξύ δευτέρας και τρίτης γυμνασίου. Φεύγεις από την αίθουσα κοριτσάκι και ξαναμπαίνεις κοπέλα... Κανένα φουστάνι ποτέ δεν πλησίασε την αίγλη του άσπρου που φορούσα τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς με τα κορδόνια στο μπούστο και τη φούστα μπαλαρίνας. Το φόρεμα που με καλωσόρισε στον κόσμο των γυναικών και μου υποσχέθηκε ένα σωρό ψέματα. Επειδή δεν θα το ξαναβρώ αποφάσισα έκτοτε να φοράω μαύρα – έτσι βγήκα εγώ, ή του ύψους ή του βάθους!
Εκείνο το βράδυ πλήρωσα το εισιτήριο αλλά τον κωδικό mercury δεν τον είδα. Κατάλαβα όμως γιατί η βιομηχανία διασκέδασης στήριξε επί τόσο πολύ τόσο μεγάλο κομμάτι του προϋπολογισμού της για αναφορές στην εφηβεία μας. Είναι γιατί οι αισθήσεις μας έχουν αμβλυνθεί σιγά σιγά, αλλά ένα κομμάτι μας επιμένει να θέλει. Είναι γιατί η χώρα της πρώτης φοράς κάθε μέρα και περισσότερο φευγει μακριά μας τώρα που πήραμε υπηκοότητα στη χώρα του déjà vu. Είναι γιατί τα παγωτά βανίλια έχουν χάσει τις θαυματουργές τους ιδιότητες και δεν ανοίγουν ξαφνικά μπροστά στη γλώσσα σου το μονοπάτι που σε γυρίζει πίσω. Εκτός αν είναι καλοκαιρι, νύχτα, το έργο είναι βλακεία κι εσύ πας γυρεύοντας...

Τι θα γινω αμα ΔΕΝ μεγαλωσω; κι αλλα αναπαντητα ερωτηματα.Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin