Το μέτωπο ήταν μια δύσκολη κατάσταση. Μιαν άλλη εμπειρία που κανείς δε θα ήθελε να ζήσει. Πια τα χέρια τους είχανε γεμίσει φουσκάλες και βρωμιά. Τα όπλα και οι δυστυχίες τους έκαναν έτσι. Πόσο νοσταλγούσαν το τοπίο, τους ανθρώπους της Σαμψούντας και την διάλεκτο δεν μπορούσε να φανταστεί κανείς. Τα καμώματα όλα τους φαίνονταν δίκαια και λογικά. Να σκοτώνεις, να πεθαίνουν άλλοι, να είσαι ο εχθρός που έχει περάσει τόσα, να έχεις αλλάξει πιο πολύ από άλλους, να φοβάσαι πως οι αγαπημένοι σου δε θα σε αναγνωρίσουν πια από τον πόνο και τη ταλαιπωρία, να είσαι έτοιμος να ρίξεις μια αδέσποτη σε προδότη αλλά να σκέφτεσαι πως θα έχει γυναίκα, παιδιά, αδέρφια, μάνα και πατέρα σαν εσένα, να χρησιμοποιείς για φαγητό ο,τι βρεις σε δάση και βουνά και να ανακαλύπτεις πως δεν είναι όλα βρώσιμα αλλά να τα τρως για να επιβιώσεις. Ο Νικηφόρος δεν εγκατέλειπε ποτέ τον Σωκράτη στο πεδίο της μάχης. Φρόντιζε να βρίσκεται κοντά του. Μιαν μέρα, τότε που ανέβαιναν στην Πίνδο, τον έχασε για μια στιγμή. Τρομοκρατήθηκε. Φοβήθηκε. Έκλαψε. Ηρέμησε και προσευχήθηκε. Μετά από δυο μέρες τον βρήκε σε ένα δάσος παρέα με άλλους τέσσερις. Δεν είπε τίποτα. Τον αγκάλιασε και τον έσφιξε στην αγκαλιά του. Η κατάσταση τον έκανε πια τόσο ευάλωτο που δεν ήξερε ούτε ο ίδιος τι να υποθέσει, πως θα ζει έτσι στο πόλεμο και με τι καρδιά θα αντιμετωπίζει το θάνατο. Ο Σωκράτης ήταν πιο ήπιος χαρακτήρας πια. Επαναστάτης και δυναμικός με φιλοδοξίες. Ήδη οι υπόλοιποι στρατιώτες τον είχανε συμπαθήσει. Σαν αδέρφια του τα είχε και αυτά. Ο Μαρίνος έλεγαν είναι χρυσό παλικάρι. Μαρίνος ήτανε το ψευδώνυμό του στο μέτωπο και Βλάσης ήτανε του Νικηφόρου. Καμία σχέση με τα πραγματικά τους ονόματα αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία. Αυτό που τους πίκραινε ήταν που δεν γνώριζαν τα ψευδώνυμα του Ιεροκλή και του Ευστάθιου. Επαφές δύσκολα είχανε με άλλο λόχο και όσο περιοριζόντουσαν οι επαφές με άλλους τόσο πιο εύκολα ξεχνούσανε τα πάντα.
Ήτανε ίσαμε μυριάδες άντρες. Φυσικά δε γνωρίζονταν όλοι μεταξύ τους αλλά ο Νικηφόρος με τον Αλέξη είχανε γίνει αχώριστοι. Ήταν σαν να 'ναι παιδικοί φίλοι, σα να γνωρίζονται από παλιά. Καθόντουσαν στη φωτιά τριγύρω όσο οι άλλοι κοιμόντουσαν και συζητούσαν για το παρελθόν. Από τον δικό τους λόχο είχαν χαθεί ,προς μεγάλη τους έκπληξη, λιγότερα από δέκα άτομα, που όμως γνωρίζονταν μεταξύ τους. Αυτό τον πόναγε τον Νικηφόρο εξαρχής.
" Φίλε μέσα σε 5 μήνες έχασα δύο από τα ξαδέρφια μου. Η μάνα μου η έρημη έχασε τα ανίψια της. Είναι τραγικό. Φαντάσου να είχαν παντρευτεί κιόλας. "
YOU ARE READING
《Έναν έμορφον χορόν 》
Historical Fiction"Αδά σον κόσμον αγαπώ ίναν Θεόν και εσένα αν θέλτ'ς δέβα σον ανοιχτήν και εβγάλ' τ' εμόν το ψέμαν Εγώ για τ'εσέν και μόνον σύρω τη σεβντάς τον πόνον το κιφάλι μ' σο μαξιλάρ' ο νους ιμ εν 'σο δρόμον Πουλί μ' εσέν ντο αγαπώ αν ίσως λέγω ψέμαν και το χ...