Το βράδυ εκείνο επικρατούσε μια απόλυτη σιγή στο σπίτι. Η Ελισσώ ήταν κλειδωμένη στον επάνω όροφο και δεν επιθυμούσε να μιλήσει με κανέναν. Μόνο η Μπαχάρ ήταν μια παρηγοριά της, ένα όμορφο και ήσυχο πούπουλο επικοινωνίας στο σπίτι. Η Καρτερή ευγνωμονούσε τον θεό που της χάρισε έναν από τους γιούς της και που πάλι θα έχει ένα εγγονάκι να τρέχει και να δίνει φως στις σκοτεινές τους μέρες και νύχτες στο αρχοντικό. Παρόλα αυτά, ο Καλλικράτης συνέχιζε να μην δίνει σημεία ζωής. Κανείς δεν γνώριζε που μπορούσε να είναι, ούτε τον είχε δει κάποιος. Η Καρτερή βαθιά μέσα της πίστευε πως βρισκόταν τριγύρω στο σπίτι, όμως δεν μπορούσε να είναι απόλυτα σίγουρη για τίποτα πλέον, μέχρι τουλάχιστον να επιστρέψουν και οι άλλοι δυο υιοί της. Η ώρα ήτανε οκτώ το βράδυ και το δείπνο τους ήτανε έτοιμο. Η Παρασκευή φρόντισε για την προετοιμασία του καθώς η Καρτερή ξημεροβραδιαζότανε στα χωράφια και στις εξωτερικές δουλειές. Η μικρή Σουμέλα πάλι, προσπαθούσε να μην χάσει την επαφή της με τα βιβλία και όσο η Ελισσώ είχε τη δυνατότητα, έκανε σε εκείνη και στον Δήμο μαθήματα, εφόσον στο σχολείο σπάνια πατούσανε τα πόδια τους παιδιά. Η Ανδρονίκη πάλι, δεν πατούσε το δικό της πόδι στο σπίτι. Το καφενείο εγκαταλελειμμένο, κλειστό, σκονισμένο, σχεδόν αρχαίο έμοιαζε. Σιγά σιγά ξεχνούσε πως είχε και ένα παιδί δώδεκα χρόνων να την περιμένει στο σπίτι. Το μοναδικό απόκτημα που της είχε αφήσει ο Νικηφόρος και το μοναδικό που της είχε ζητήσει πριν φύγει είναι να του υπενθυμίζει πως ο πατέρα τους τον σκέφτεται. Η Ανδρονίκη φυσικά δεν κράτησε την υπόσχεσή της. Την ενδιέφερε να μένει μακριά από το σπίτι, ούτε η ίδια δεν ήξερε τον λόγο. Η γνωριμία, ο γάμος, η δύσκολη εγκυμοσύνη, το νοικοκυριό, ο πόλεμος. Ήρθαν όλα πολύ γρήγορα. Αιφνιδιάστηκε και αποφάσισε να ξεσπάσει με έναν αλλιώτικο τρόπο από όλους τους άλλους. Ίσως το γεγονός ότι πήγαινε με πολλούς άνδρες της έδινε την ελευθερία που είχε στερηθεί στο αρχοντικό των Ιορδανίδιδων. Ο Αβραάμ συνέχιζε να αποζητά ένα εγγόνι. Όσο έβλεπε πως η οικογένεια του Καλλικράτη και της Καρτερής μεγάλωνε, τόσο περισσότερο λαχταρούσε από την Αρετή και τον Κλέωνα ένα παιδάκι, κι ας ήταν και κορίτσι. Η Παρασκευή στεκόταν σαν αδερφή για την Καρτερή. Όλον αυτό το καιρό βοηθούσε την οικογένεια με όποιο κόστος. Μέσα της χαιρόταν που ο υιός της στάθηκε πιο τυχερός και δεν ακολούθησε τους άλλους τρεις στον πόλεμο, συμπαραστάθηκε στην Καρτερή για τον ίδιο λόγο. Εκείνη την ενδιέφερε περισσότερο η ακεραιότητα των παιδιών παρά η απόκτηση απογόνου. Η Αρετή κοιμόταν και ξυπνούσε με την έγνοια του Νικηφόρου. Δεν τον ξέχασε ποτέ. Η συντροφιά του Κλέωνα τελικά δεν στάθηκε αρκετή για να τον ξεχάσει όμως είχε βάλει πια στο μυαλό της την σκέψη ότι ο αγαπημένος της μπορεί να μην ζούσε και να ήταν καλύτερα να αφοσιωθεί πλήρως, μετά από τόσα χρόνια στον Κλέωνα που ήταν κερί αναμμένο για εκείνη. Από τα τελευταία γεγονότα όμως με τον Αλέξη Πετρωνέλη, που της ζήτησε να τα παρατήσει όλα και να ζήσει μαζί του, ως τελευταία επιθυμία του θανόντα, κατά εκείνον, Νικηφόρο, άλλαζε όλα τα δεδομένα. Η Γεσθημανή, η νύφη της Αρετής βρισκόταν σε πλήρη άγνοια για τον θάνατο του Ευστάθιου. Ο πάτερ Τιμόθεος εξίσου. Ο Θεός αυτή τη φορά δεν του έδωσε κάποιο σημάδι πως ο υιός του βρισκότανε στα χέρια του. Την ενημέρωση έπρεπε να τη κάνει ο Ιεροκλής που ήξερε από πρώτο χέρι τι συνέβη εκείνη την ημέρα.
YOU ARE READING
《Έναν έμορφον χορόν 》
Historical Fiction"Αδά σον κόσμον αγαπώ ίναν Θεόν και εσένα αν θέλτ'ς δέβα σον ανοιχτήν και εβγάλ' τ' εμόν το ψέμαν Εγώ για τ'εσέν και μόνον σύρω τη σεβντάς τον πόνον το κιφάλι μ' σο μαξιλάρ' ο νους ιμ εν 'σο δρόμον Πουλί μ' εσέν ντο αγαπώ αν ίσως λέγω ψέμαν και το χ...