Τα πόδια της έτρεμαν από την αγωνία και το άγχος. Περπατούσε από το ένα δωμάτιο στο άλλο και συλλογιζόταν τι πήγαινε να κάνει. Έσφιγγε με μανία τα χέρια της και πίεζε τον εαυτό της να ξεχάσει εκείνο το γράμμα. Κουβαλούσε ένα βάρος μέσα της τόσα χρόνια και προσπαθούσε να το ημερέψει αλλά δεν ήταν εύκολο. Όσο η ώρα περνούσε, τα χέρια της ίδρωναν και νόμισε πως όλα τριγύρω ήταν ασήμαντα και μικρά. Τα μάτια της είχαν θολώσει από το κλάμα τόσα χρόνια. Τώρα που ήταν η χρυσή της ευκαιρία, τώρα θα τα έβαζε όλα σε μια γωνιά και θα τα ξεχνούσε; Εκείνη η ένοχη φωνή μέσα της της έλεγε να πάει να τον βρει αψηφώντας ό,τι εμπόδιο υπάρχει. Ο έρωτας είναι δυνατότερος από τη λογική. Η άλλη φωνή όμως έλεγε ότι ο Κλέωνας θα πληγωνόταν. Ο άνθρωπος που ενώ ήξερε την αγάπη της Αρετής για τον Νικηφόρο, έκανε τη καρδιά του πέτρα και με όση αφοσίωση του είχε απομείνει, την έκανε γυναίκα του και τη παντρεύτηκε. Από τη μια και ο Κλέωνας είχε κάνει κάτι παρόμοιο. Αψήφησε τα συναισθήματα της Αρετής και έκανε αυτό που η καρδιά του ήθελε. Αυτό βέβαια σε καμία περίπτωση δεν αναιρούσε την δεύτερη σκέψη της. Άμα δεν το έκανε όμως τώρα, δεν θα γινόταν ποτέ. Αυτό σκέφτηκε. Πήρε το τσίτι, μίαν μαντίλα μαύρη εποχής, την έδεσε γύρω από το κεφάλι της και προσπαθούσε να κάνει όσο το δυνατόν πιο διακριτική τη παρουσία της στο χωριό. Βγήκε έξω και τότε μαρτυρήθηκε από μόνη της.
- Αρετή; Μερ πας μες 'το σούχρωμαν μοναχή σου; Ρώτησε η Γεσθημανή πιάνοντάς την από τα χέρια. Η Αρετή δεν απαντούσε. Δεν ήξερε τι να πει η δόλια.
- Πας...
- Σουτ. Μη το πεις Γεσθημανή. Σε κανέναν. Άκσες; Της είπε ψιθυριστά και πήγε να φύγει όταν η Γεσθημανή της έσφιξε το χέρι παραπάνω.
- Εράσου. Παρακαλώ σε. Απάντησε με υποστηρικτικό ύφος. Μπορεί πλέον να θεωρούνταν συνένοχη στις ενέργειες τούτες της Αρετής, αλλά δεν μπορούσε να της κρατήσει κακία, ούτε να της απαγορεύσει τίποτε. Η Αρετή της κράτησε το χέρι για να πάρει δύναμη. Έφυγε και βγήκε στον δρόμο. Πρόσεχε κάθε της βήμα και κάθε λεπτό που περνούσε νόμισε πως ήταν αιώνας. Όταν έφτασε στο καφενέ, είδε ανοιχτά τα πίσω φώτα. Δίστασε να ζυγώσει παραπάνω. Μολονότι ήξερε και από τη καλή και από την ανάποδη τον Νικηφόρο, φοβόταν να πάει κοντά του. Και αν τους έπιανε η Ανδρονίκη μαζί; Άμα είχε ακόμα κόσμο το καφενείο; Άμα περνούσε κανένας και τους έβλεπε; Όλο και περισσότερο το μετάνιωνε.- Αρετούλα. Ακούστηκε από τα χείλη του. Η μελωδική φωνή του έκανε σβούρες στο μυαλό της. Δε τολμούσε να γυρίσει να τον αντικρίσει. Τα μάτια της άρχισαν να υγραίνονται από τύψεις, ενοχές, φόβο, αγάπη. Ούτε εκείνη ήξερε. Τα έκλεισε ορμητικά και με δειλία γύρισε προς το πλευρό του. Τα καφετιά μάτια του ήταν τόσο όμορφα στο φως του φεγγαριού. Μοσχοβολούσε γιασεμί από μακριά. Στα ρουθούνια της ερχόταν τούτη η ευωδιά από τότε που πλησίαζε στη γωνία του καφενείου. Η επιβλητική του παρουσία γέμιζε τον αδειανό χώρο της πλατείας και εκείνη ένιωθε σαν να μη πέρασε ούτε λεπτό από τότε που τον είδε για τελευταία φορά. Αχ αυτά τα όμορφα του χείλη. Μόνο που τα θωρούσες, νόμιζες πως ήταν έτοιμα να σε ρουφήξουν και να σε κάνουν να δεις τον ουρανό με τ'άστρα.
- Νικηφόρε...Ντο κάμωμεν αβδά.
- Αρετή κεν μπορούσα να σε ελέπω έτσ'. Τσερίεται η καρδίαν μου. Σε νοιάζομαι.
- Ποίον ο λόγος; Ζήτηξα τη συμπόνια σου και δεν το θυμούμαι; Τον ρώτησε με εμφανή νύξη στα λόγια της. Εκείνος πραγματικά δεν ήξερε για ποιον λόγο την κάλεσε στο καφενείο. Ίσως γιατί ήξερε ότι μεσα στη νύχτα είχε την ευκαιρία να τη δει χωρίς τα έντονα μάτια της Ανδρονίκης επάνω του.
- Αρετή μην κάνεις πως δεν εξέρτ'ς γιάντα φώναξα σε. Το ελέπω πως με τον Κλέωνα κεν έχ'ς τη ζωή που θέλτ'ς.
- Και ποίος είσαι εσύ που θα μου υποδείξεις πως περνώ τη ζωή μου και πως όχ'; Παντρεύτηκες, έκαμες τη ζωή σου, το παιδί σου. Ντο θέλεις από τε με πια; Του φώναξε με χαμηλό τόνο. Εκείνος άγγιξε τους ώμους της. Για μια στιγμή τινάχτηκε πίσω.
- Τόσα χρόνια...πέρασαν χαμένα. Περίμενα να γίνει κάτι. Ένα θάμα. Να με αγαπήσεις. Το ξέρτ'ς. Αποκλείεται να μη το έγναψες τόσον καιρόν. Ήθελα...το 'θελα πολύ. Μέχρι που...
- Μέχρι που τι; Την διέκοψε προσπαθώντας να ακούσει αυτό που θέλει.
- Ήταν λάθεμαν να έρθω να σε έβρω. Κεν έπρεπε! Αποκρίθηκε, έκανε δύο βήματα πίσω για να φύγει και μόλις πήγε να γυρίσει προς τον δρόμο ο Νικηφόρος την άρπαξε από τα μπράτσα. Εκείνη αισθάνθηκε σαν να τη διαπερνά ένα ρεύμα. Στα μάτια τους έβλεπες το πάθος και τον έρωτα να χορεύουν. Οι κόρες των ματιών τους μεγάλωσαν. Τα χείλη του Νικηφόρου αναζητούσαν τα δικά της. Τα χέρια του άγγιζαν το κρύο της δέρμα. Ξέδεσε το τσίτι και τα όμορφα μαλλιά της εμφανίστηκαν ξέπλεκα. Ένιωθε ένα ρίγος στο άγγιγμα του. Οι φούχτες του είχαν μέσα τα ροδοκοκκινισμένα μάγουλά της. Εκείνη δεν ήξερε πως να φερθεί, τι να κάνει. Περίμενε αυτή τη στιγμή τόσα χρόνια και τώρα που ήρθε δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε. Ένιωθε την ανάσα του κοντά στα χείλη της και μόλις ο Νικηφόρος την πλησίασε ακόμα περισσότερο ακούστηκαν φωνές από τον δρόμο. Αμέσως τραβήχτηκαν και οι δύο, έκαναν λίγα βήματα προς τα πίσω και κρύφτηκαν σε ένα δέντρο.
- Εγώ το προεδρείο και εσύ το αρχοντικό τους. Το κατάλαβες; Είπε ένας άντρας με γνωστή φωνή.
- Το καφενείο; Δικό τους είναι και αυτό. Λέει ένας άλλος. Η Αρετή τότε ήθελε να τους φωνάξει, αλλά ο Νικηφόρος της έκλεισε με μίας το στόμα με τα χέρια του.
- Δεν θα χαραμίσουμε ολάκερο το πετρέλαιο αύριο. Να έχομε και άλλα εναλλακτικά μέρη για να κάψομε. Είπαν και οι δύο ενώ άρχισαν να μπεκροπίνουν από ένα γυάλινο μπουκάλι καθώς περπατούσαν. Όταν απομακρύνθηκαν, ο Νικηφόρος τράβηξε την Αρετή εκεί που ήταν πριν.
- Θα σας αποκάψουν το σπίτ'!
- Τούντο έγναψες και συ ε;
- Πάαινε πες το σον κυρ' Καλλικράτη. Εγώ φυγεύω. Απαντά η Αρετή και απελευθερώνει το χέρι της από το δικό του. Εκείνος δεν τη σταματά. Την αφήνει να φύγει. Μόνο που τώρα κρατά το τσίτι της. Και είναι μόνο δικό του. Η Αρετή στο διάβα της δεν αντιλήφθηκε καν πως κάτι έλειπε από πάνω της. Άνοιξε με γρήγορους ρυθμούς την καγκελόπορτα και μόλις μπήκε βρήκε έναν σάκο πεταμένο στο πάτωμα.- Αρετή μου. Γύρισα. Φωνάζει ο Κλέωνας από το σαλόνι. Την λούζει κρύος ιδρώτας. Τα χέρια της τρέμουν και αισθάνεται τύψεις και ενοχές. Να το το συναίσθημα που δεν ήθελε να νιώσει. Προσπαθώντας να είναι άνετη, τον πλησίασε και τον αγκάλιασε, σαν να ήταν ένας μακρινός συγγενής. Άψυχα και κρύα.
- Μερ ήσουν; Ρώτησε. Το περίμενε. Τι θα απαντούσε όμως;
- Αρετή! Εκαθάρσ'ες την αυλή σην εκκλησιάν όπως είπα σε; Ρώτησε επιδεικτικά η Γεσθημανή για να σώσει την κατάσταση. Η Αρετή, μη ξέροντας τι να κάνει, κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
- Κεν εμπορούσες να το κάμεις άλλην ώρα;
- Εγώ φταίγω Κλέωνα. Ανάσπαλλ'σα το και είπα της Αρετής να το κάμει όσο μαγείρευα. Έπρεπε να ήταν έτοιμη για την λειτουργία. Απάντησε η Γεσθημανή. Προς στιγμήν ήταν η σωτηρία της. Κάποια άλλη στιγμή όμως;
Η Πόλη ήταν γεμάτη Νεότουρκους πια. Ο Ιεροκλής, έχοντας καταλάβει ότι δεν θα υπηρετεί πια τον σουλτάνο, άρχιζε να κάνει νέα σχέδια για γραφεία και εταιρίες. Όταν πήγε στο σουλτανάτο, το βρήκε κατεστραμμένο. Σπασμένα τζάμια, πεσμένα έπιπλα, ξεθωριασμένοι τοίχοι και συνθήματα παντού.《 Θάνατος στον σουλτάνο! Κάτω η απολυταρχία! Ισότητα! Νεότουρκοι ενωμένοι! 》
Τα έβλεπε και ήξερε ότι σύντομα τα πράγματα θα έφταναν στα άκρα. Πριν προλάβει να ξεχάσει την Ελισσώ, πριν καλα καλα χάσει τη δουλειά του, θα βρισκόταν ανήμπορος. Και αυτό θα γινόταν μόλις έπαιρνε το τρένο για την Αμισσό. Όταν η φωτιά πιάσει ακόμα και τις ψυχές τους.
Γεια σας! Πως είσαστε; Αρχικά ένα μεγάλο συγγνώμη για τυχών λάθη στο κεφάλαιο ή παραπτώματα. Ήθελα να γράψω τόσο πολύ που δεν πρόσεχα τι έγραφα. Εν πάση περιπτώσει τελειώνω την αλλη εβδομάδα τα θερινά οποτε θα έχουμε νεα κεφάλαια σύντομα.
Σας φιλώ!
YOU ARE READING
《Έναν έμορφον χορόν 》
Historical Fiction"Αδά σον κόσμον αγαπώ ίναν Θεόν και εσένα αν θέλτ'ς δέβα σον ανοιχτήν και εβγάλ' τ' εμόν το ψέμαν Εγώ για τ'εσέν και μόνον σύρω τη σεβντάς τον πόνον το κιφάλι μ' σο μαξιλάρ' ο νους ιμ εν 'σο δρόμον Πουλί μ' εσέν ντο αγαπώ αν ίσως λέγω ψέμαν και το χ...