Τα μάτια της Ελισσώς έλαμπαν από μια ψευδαίσθηση χαράς όταν είδε τον Σωκράτη να μπαίνει στο αρχοντικό. Είχε να τον δει αρκετό καιρό και μόλις αντίκρισε το πρόσωπό του αισθάνθηκε τύψεις και ενοχές. Ήταν αψύριστος και κουρασμένος. Φαινόταν από τους μαύρους κύκλους του. Η Ελισσώ δεν δίστασε να φανεί σαν πραγματική σύζυγος. Ήταν τρομερό το πως μπορούσε να αλλάξει τόσο εύκολα τη συμπεριφορά της. Τη μια ήταν με τον Ιεροκλή και την άλλη με τον Σωκράτη. Και μολονότι αδέρφια, προσαρμοζόταν στις ανάγκες του καθενός. Τον πλησίασε και πήρε το σάκο με τα υπάρχοντά του εγκάρδια όσο οι υπόλοιποι βολευόντουσαν στο βραδυνό τραπέζι για το δείπνο. Δεν το έκρυψε, του έκανε εντύπωση η θερμή της στάση. Ίσως τελικά ήταν καιρός να γίνει και αυτό μετά από τόσα χρόνια. Η Καρτερή όταν τον πρωτοείδε σηκώθηκε να καλωσορίσει το παιδί της, το παρολίγον στερνοπούλι της. Τον φίλησε σταυρωτά και τον παρότρυνε να καθίσει μαζί τους.
- Καλώς ήρθες παλικάρι μου! Ντο έκαμες με τας δουλείες σου; Όλα καλά; Ρώτησε πρόθυμα ο Καλλικράτης τον γιο του.
- Καλά πατέρα. Ξερ'ς οι εμπορικές συναλλαγές με την Σμύρνη τελικά εν κερδοφόρες. Το κάθε φορτίο πάει στας χείρας του μικροπωλητή άθικτο. Επαίρ' πολύ ζαμάνιν αλλά αξίζ' ο κόπος. Απαντά ο Σωκράτης πίνοντας λίγο από το κρασί του.
- Αδερφέ! Πως εν εκεί που ήσουν; Έχει ωραία σπίτια; Με μεγάλους κήπους και λέλουδα; Είπε η Μελιώ. Η Μελιώ ήταν το ομορφότερο από όλα τα κοριτσάκια του χωριού. Ήταν η μόνη που έμοιαζε με τον Σωκράτη και τη μάνα της. Τα άλλα αδέρφια της ήταν καραμελάχρινα και εκείνη έκανε τη διαφορά. Της άρεσε πολύ η φύση και τα λουλούδια. Είχε μεγάλη αγάπη για τα βότανα και φρόντιζε να μαθαίνει από το παπά Τιμόθεο για τις ιδιότητες του καθενός. Κρυφά κάποιες φορές πήγαινε στη κατσαρόλα της μάνας και έβαζε στο φαΐ ό,τι μυρωδικό είχε μάθει πως έκαμε καλό στη γεύση. Μόνο ο Δήμος το ήξερε και όταν αντιλαμβανόταν το μυρωδικό χασκογελούσε μοναχός του.
- Έχει τρανά σπίτια με τρανούς κήπους και πολλάν λέλουδα που με είπανε να σε πω ότι είσαι η πιο ομορφέντζα κοπελιά σ'ολάκερον τον τόπον. Της απάντησε με χάρη σαν και εκείνη. Τότε κοιτάζοντας τα πρόσωπα γύρω από το τραπέζι, κατάλαβε πως κάποιος έλειπε. Ο Καλλικράτης με τη Καρτερή καθόντουσαν δίπλα δίπλα, η Ελισσώ ήταν εκεί παρέα με τη Μελιώ και τον Δήμο, ενώ η Ανδρονίκη πηγαινοέφερνε τα φαγητά. Ο Αβραάμ και η Παρασκευούλα είχανε πάει να μείνουν στο σπίτι του Κλέωνα και της Αρετής.
- Ο Νικηφόρος μερ εν; Ρώτησε.
- Κλείνει τον καφενέ. Απάντησε ψυχρά η Ανδρονίκη σερβίροντας το πιλάφι στα πιάτα.
- Τσούπρα μου εσύ. Για εκείνο που λέγαμεν σον προεδρείον, μπορείς να ξεκινήσεις οπότε θες. Ακόμα και αύριο. Είπε ο Καλλικράτης απευθυνόμενος στην Ελισσώ. Η Καρτερή κοιτούσε με περιέργεια τον άντρα της.
- Ντο συφωνία κάματε πάπα; Γυναίκα μου εν, όσο να'ναι πρέπει να εξέρω. Μπορεί να μη τον ενδιέφερε διόλου σαν γυναίκα αλλά ήθελε να τη σέβεται και να της φέρεται όπως της αρμόζει. Έτσι πίστευε ότι του φερόταν και αυτή εξάλλου.
- Η Ελισσώ εδιπλοπαρακάλεσε με να δουλέψει ως δασκαλίνα σον σχολείον. Θα με ελαφρέψει. Η Καρτερή τον αγριοκοίταξε. Μετά τα καμώματα της με τα ρούχα του Ιεροκλή, δεν της γέμιζε πολύ το μάτι. Κάτι είχε αλλάξει μέσα της.
- Και όταν γίνουν γονέοι, ποίος θα κρατήσει τσ μωρά; Εγώ που έχω έναν σωρό δουλείες ή η Ανδρονίκη που έχει δ'κό της; Ρώτησε υπαινικτικά.
- Εδώ ρε μάνα πέρασαν πόσα χρόνια και κεν έχομεν μωρό. Τώρα θα γενεί;
- Το μωρό κεν γίνεται μονάχο του αντράδελφε. Απάντησε η Ανδρονίκη. Τον Νικηφόρο ντο τον ήθελα για; Στο στόμα τους τον είχαν και τότε ξάφνου άνοιξε η πόρτα. Ο Νικηφόρος, σχεδόν τρέχοντας, έφτασε στο σπίτι αναψοκοκκινισμένος. Ο Σωκράτης, χωρίς να αντιληφθεί την κατάσταση που βρισκόταν ο αδερφός του, πήγε να τον χαιρετίσει εγκάρδια.
YOU ARE READING
《Έναν έμορφον χορόν 》
Historical Fiction"Αδά σον κόσμον αγαπώ ίναν Θεόν και εσένα αν θέλτ'ς δέβα σον ανοιχτήν και εβγάλ' τ' εμόν το ψέμαν Εγώ για τ'εσέν και μόνον σύρω τη σεβντάς τον πόνον το κιφάλι μ' σο μαξιλάρ' ο νους ιμ εν 'σο δρόμον Πουλί μ' εσέν ντο αγαπώ αν ίσως λέγω ψέμαν και το χ...