10ο - 1908 μέρος β'

100 10 10
                                    

          Μετά την οριστική απόφαση του σουλτάνου να μην διακόψει τη θητεία του, αλλά να συνεχίσει να κατακτά τη θέση του, το κίνημα των Νεότουρκων όσο περνούσε ο χρόνος εξοργιζόταν ακόμα περισσότερο. Ο Ιεροκλής επέμενε παρόλα αυτά και συμβούλευε τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ τον δεύτερο, να αποσυρθεί και προσεχώς να αποκτήσει καλύτερες σχέσεις με τους Νεότουρκους. Στην προσπάθεια του να τον πείσει, για άλλη μια φορά, έπεσε έξω. Ο σουλτάνος ήταν σκληρό καρύδι, αλλά και πιο σκληρό ήταν οι Νεότουρκοι.

- Σας λέω για μια τελευταία φορά πως σε λίγο καιρό όλα θα αλλάξουν. Είναι αναγκαίον να φύγετε από την Πόλη. Θα βρεθείτε σε δύσκολη κατάσταση. Ο Μακεδονικός πόλεμος άλλαξε πολλά δεδομένα. Είναι επιφανειακά όλα καλά όμως το κίνημα εξαγριώθηκε. Επέμενε ο Ιεροκλής. Ο τόνος της φωνής του ήταν ήπιος. Ο Σουλτάνος όμως και πάλι ήταν απτόητος. Σηκώθηκε από τη χειροποίητη ακριβή θρονένια καρέκλα του και τοποθέτησε τα χέρια του πάνω στο γραφείο του με νεύρο.
- Μην με λες άλλες τέτοιες ανοησίες Ιεροκλή! Ξέρεις πως δεν μπορώ να αψηφήσω τις γενιές μου! Είναι ιερή η γενιά Ιεροκλή. Τόσοι σουλτάνοι, πρόγονοι, πάππου προς πάππου που λέτε και εσείς, πως θα γενούν σουλτάνοι μπρέ αν ο διάδοχος τα παρατήσει ε; Τον ρώτησε ρητορικά ο Αμπντούλ. Ο Ιεροκλής απόρησε με το οικογενειακό πνεύμα που είχε πιάσει τον σουλτάνο. Εν μέρει ήταν λογικό αυτό που ζητούσε, γιατί τόσες γενιές, είναι πια παράδοση, αλλά ο σουλτάνος καταπιανόταν από κάπου αλλού τώρα. Δεν έβλεπε το καλό του αλλά ήθελε να βρει τη πιο απλή δικαιολογία για να πείσει και τον Ιεροκλή πως δεν έπρεπε να κατέβει από το θρόνο.
- Σας καταλαβαίνω μπέη μου, αλλά σκεφτείτε τον εαυτό σας για μια στιγμή και όχι τις γενιές σας. Αν βρεθείτε με ένα ρούχο στο χέρι, εξορισμένος από τον στρατό των Νεότουρκων και εξαθλιωμένος θα με θυμηθείτε.
- Η οικογένεια είναι το παν Ιεροκλή! Πως θα ταπεινώσω την οικογένεια μου! Το σπίτι μου και τη ζωή μου με τους βρωμονεότουρκους! Hayir! (Όχι) Δεν το δέχομαι Ιεροκλή και τέλος!  Φώναζε ο σουλτάνος. Ο Ιεροκλής, σχεδόν αυτόματα, μόλις άκουσε τη λέξη οικογένεια, πέρασαν από μπροστά του οι σκληρές του λέξεις στην Ελισσώ. Εκείνα τα λόγια που της είπε. Εκείνη είχε την ευκαιρία να κάνει την οικογένεια της. Αυτός όχι. Ήταν λίγες οι πιθανότητες σε τετοια ηλικία να βρει γυναίκα και σύντροφο μαζί. Και αν έβρισκε δηλαδή, δεν υπήρχε περίπτωση να την αγαπήσει παραπάνω από την Ελισσώ. Έβαλε στην άκρη την οικογένεια και συνέχισε:
- Σας το λέω για μια τελευταία φορά. Μετά τον Μακεδονικό πόλεμο που εσείς προκαλέσατε , είπε δείχνοντας τον με το δάχτυλο, τα έσοδα του κράτους δεν επαρκούν ούτε για την δική σας ανάθρεψη! Οι ίδιοι οι αγρότες δεν έχουν τι να πουλήσουν, πως να ζήσουν, με τι φόρους θα πληρώσετε τη στρατιωτική φρουρά που διαμαρατύρεται; Ακόμα και εκείνοι οι δόλιοι εκεί έξω, συνέχισε δείχνοντας τους φρουρούς του, θα σας προδώσουν. Θα καταστραφείτε από τους δικούς σας ανθρώπους και θα εκδιωχθείτε από ένα κίνημα δυνατότερο που είναι εναντίον σας. Βγείτε έξω και πείτε πως αποσύρεστε από το θρόνο, αλλιώς από τον Αλλάχ θα το βρείτε! Του επισήμανε. Ακούστηκε περίεργα η τελευταία του λέξη. Σαν να έσταζε μίσος και φθόνο. Φόβο ήθελε να του μεταφέρει, αλλά δεν τα κατάφερε. Αντίθετα κατάφερε να τον εξαγριώσει. Όμως όλα εδώ πληρώνονται.
- Ιεροκλή Ιορδανίδη, με απειλείς; Τον ρώτησε υπαινικτικά με το χέρι στους γιακάδες του Ιεροκλή. Απειλείς το χέρι που σε θρέφει; Τον άνθρωπο που σε έκανε δικηγόρο και όχι έναν ανόητο χαρτογιακά! Πως τολμάς θρασύτατε! Πάρτε τον από 'δω! Πάρτε αυτόν τον ανόητο! Λέει ο σουλτάνος βαριά προσβεβλημένος από τοβ Ιεροκλή. Οι φρουροί τον αρπάζουν από τα μπράτσα. Παρ'όλα αυτά δεν αντιστέκεται καθόλου. Μόλις πάνε να τον βγάλουν έξω, ακούγονται φωνές, κραυγές, από το παράθυρο φαίνονται φωτιές και άνθρωποι πολλοί να ζητωκραυγάζουν!

《Έναν έμορφον χορόν 》Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang