Ο Ιεροκλής, μόλις αντίκρισε την Ελισσώ εκείνο το βράδυ με φουσκωμένη κοιλιά, έχασε τα λογικά του. Τα βράδια δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τη στεναχώρια του. Η Μπαχάρ κοιμόταν μαζί με την Ελισσώ, στη πλευρά του Σωκράτη. Μια μέρα καθώς έφτιαχνε τις ξύλινες ντουλάπες, μύριζαν ναφθαλίνη και η Ελισσώ ανακατεύονταν κάθε φορά, έπεσε από κάπου μια φανέλα του Σωκράτη. Την σήκωσε από το πάτωμα και την έφερε στο πρόσωπό της. Αυτά τα γαλανά μάτια του, της θύμιζαν τις χάντρες από ένα κομπολόι που κράταγε ο παππούς της και συνεχώς καταπιανόταν με αυτό. Ήταν έτσι θαλασσιές και μεγάλες που όταν τις θωρούσες χανόσουν στα βάθη της θάλασσας και όχι σε ένα απλό κομπολόι ενός ογδοντάχρονου. Για μια στιγμή αισθάνθηκε να χάνεται από την πραγματικότητα, γύρισε σε εκείνη την πρώτη ημέρα που τον είδε σε ένα από αυτά τα άθλια υπόγεια των αξιωματικών που βασάνιζαν τους Έλληνες. Μπορεί να ήταν Τουρκάλα αλλά ο παππούς της ήταν Έλληνας της Τενέδου και αυτό του προσέδιδε άλλη αξία στα μάτια της όσο ζούσε με Έλληνες.
Σηκώθηκε ο Ιεροκλής εκείνο το πρωινό με μια πικραμένη καρδιά, ένα βάρος στο κεφάλι, είχε ένα κακό προαίσθημα που ως συνήθως δεν πίστευε σε αυτά αλλά τελευταία είχαν γίνει η εμμονή του. Κατεβαίνοντας στη κουζίνα βρήκε τα παιδιά να τρώνε, την Καρτερή με την Παρασκευή να καθαρίζουν. Είχε αποφασίσει να πάει να βοηθήσει στα χωράφια τον Κλέωνα. Ευκαιρία ήταν να μιλήσει και για τον χαμό του Ευστάθιου στην Γεσθημανή, όμως ένα τέτοιο τραγικό γεγονός πως να το ξεστομίσει κανείς; Βλέποντάς τον η Παρασκευή έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Η Καρτερή δεν της είχε πει τίποτα για να της κάνει έκπληξη, αλλά η μεγαλύτερη έκπληξη θα ερχόταν σε λίγες μέρες.
" Οϊ θεέ μου ελέπω καλά για με γελάνε τα όμμαται μου; " γούρλωσε τα μάτια η Παρασκευή, θαρρούσε πως έβλεπε κανένα όραμα ή πως ήτανε στην φαντασία της.
" Χος κεν είσαι γραία για να μην ελέπ'ς καλά. " αποκρίθηκε εκείνος. Τον αγκάλιασε με εκείνο το αθώο άγγιγμα της, σαν υιό της τον είχε και αυτόν, όπως και τους υπόλοιπους. Είχε τόσες ερωτήσεις να του κάνει που όσο τον θωρούσε ξεπηδούσαν από το μυαλό της και άλλες.
" Πότε εκλώσατε; Εν και ο Νικηφόρος με τον Σώκρατε εντάμαν με τε σε; "
" Όχι..."
" Μην μου καλατσεύ'ς ότι έπαθαν τίποτα κακό! " ταράχτηκε εκείνη. Έβγαζε βιαστικά συμπεράσματα από τη λαχτάρα της.
" Άκ'σες τίποτα αέτσ' ; Γιάντα λαλείς αλλαντάλα; Θα έρθουνε σε λίγες μέρες."
Την καθησύχασε εκείνος. Σταυροκοπήθηκε τρείς φορές η Παρασκευή, χαιρόταν και ευχαριστούσε τον Θεό που ήταν όλοι τους καλά, σχεδόν καλά.
YOU ARE READING
《Έναν έμορφον χορόν 》
Historical Fiction"Αδά σον κόσμον αγαπώ ίναν Θεόν και εσένα αν θέλτ'ς δέβα σον ανοιχτήν και εβγάλ' τ' εμόν το ψέμαν Εγώ για τ'εσέν και μόνον σύρω τη σεβντάς τον πόνον το κιφάλι μ' σο μαξιλάρ' ο νους ιμ εν 'σο δρόμον Πουλί μ' εσέν ντο αγαπώ αν ίσως λέγω ψέμαν και το χ...