Εκείνος

20 4 0
                                    

Σκούπισε τα χέρια του σε μια λερωμένη πατσαβούρα και γέλασε. Το γέλιο του βαθύ και συγκροτημένο.
"Καλή δουλειά και σήμερα παιδιά! Τα πήγαμε πολύ καλά, μπράβο σε όλους μας!". Κάποιοι χειροκρότησαν και κάποιοι άρχισαν να επευφημούν. "Καλή ξεκούραση! Τα λέμε αύριο!". Χαιρετήθηκαν κι έφυγαν. Μόνο εκείνος έμεινε πίσω να φροντίσει κάποια τελευταία πράγματα.
Στάθηκε έξω από την ανοιχτή πόρτα του αφεντικού, χτύπησε δύο φορές για να δηλώσει την παρουσία του και μπήκε μέσα. Τον είδε να φοράει το παλτό του, έτοιμος να φύγει.
"Σταύρο, σου φέρνω την αναφορά της ημέρας. Πήγαμε πολύ καλά και σήμερα!"

"Είμαι σίγουρος, Άρη! Επιβεβαιώνομαι συνεχώς πως το να σε κάνω επικεφαλή, ήταν μια πολύ σωστή κίνηση!". Πήγε κοντά του και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη. "Άσε την αναφορά πάνω στο γραφείο μου, θα την δω αύριο. Κλείδωσε και πήγαινε να ξεκουραστείς!". Αντάλλαξαν μια σφιχτή χειραψία κι ο Σταύρος έφυγε, αφήνοντας τον άλλον μόνο.
Έκανε μια γύρα σε όλον τον χώρο, τακτοποιώντας κάποια μικροπράγματα. Σιγουρεύτηκε πως όλα τα μηχανήματα ήταν κλειστά, κι έσβησε τα φώτα.
Ύστερα, φόρεσε το μπουφάν του, πήρε την τσάντα του και βγήκε από το τυπογραφείο. Κλείδωσε και τις δύο κλειδαριές, και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο του.

Του άρεσε ο χειμώνας. Δεν είναι ότι δεν του άρεσαν οι άλλες εποχές του χρόνου. Αλλά πως να το πούμε, είχε μια αδυναμία παραπάνω σε αυτήν την εποχή. Του ταίριαζε πιο καλά. Ταίριαζε με την θυελλώδη την ψυχή του.
Το κρύο τον αναζωογονούσε. Του θύμιζε το χωριό του. Γέννημα θρέμμα Ηπειρώτης. Μια τέτοια παγωμένη μέρα του Νοέμβρη γεννήθηκε. Σε ένα μικρό πέτρινο σπίτι στην Αρίστη. Ξημερώματα Κυριακής τον έφερε στον κόσμο η μάνα του, με την βοήθεια μιας μαμής. Η γέννα ήταν εύκολη, αλλά εκείνος δύσκολος. Γκρινιάρικο μωρό και σκανταλιάρης από γεννησιμιού του.
Με μεγάλη αδυναμία στην μητέρα του, απαιτούσε την προσοχή της διακαώς, φωνάζοντας και κλαίγοντας γοερά μέχρι να του δώσει σημασία. Μεγαλώνοντας, καθόλου δεν ημέρευσε, όπως έλεγαν οι γιαγιάδες. Έτρεχε από εδώ κι από εκεί φέρνοντας τον πανικό και σηκώνοντας όλο το χωριό στο πόδι. Ξημερώματα έβγαινε από το σπίτι, αργά το βράδυ επέστρεφε. Γεμάτος γρατζουνιές και μελανιές στα χέρια και στα πόδια του. Κι ύστερα ο πατέρας του, τον έβαζε στα γόνατα του και τον χτυπούσε για να στρώσει. Κι η μητέρα του να φωνάζει από δίπλα: Άφησε τονε Κώστα μου! Παιδί είναι, θα μάθει! Και μετά τον άφηνε κι έδερνε την μάνα του γιατί του σήκωνε μπαϊράκι, όπως συνήθιζε να λέει. Πολύ σκληρός άνθρωπος ο κυρ Κώστας. Αγέλαστος κι αυστηρός. Την περνούσε είκοσι χρόνια την γυναίκα του. Κι όλο εκείνη η καημένη προσπαθούσε να τον έχει ευχαριστημένο, κι όλο εκείνος θύμωνε και σήκωνε χέρι.
Μέχρι που ο Άρης, μπήκε στην εφηβεία. Και τότε, έμπαινε μπροστά στην μητέρα του προστατεύοντας την, με αποτέλεσμα να τρώει εκείνος όλο το ξύλο για χάρη της. Κι η σχέση πατέρα γιου, χειροτέρευε συνεχώς. Μέχρι που όλο το χωριό, έμαθε για τους άγριους καβγάδες τους. Κι οι ψίθυροι και τα κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν.
Μεγάλωνε και μεγάλωναν και τα όνειρα του, μαζί. Η επιθυμία του να πιάσει την ζωή από τα κέρατα. Να φύγει από αυτό το χωριό που όλο και μίκραινε και τον έπνιγε. Αλλά ήταν η μάνα του ήταν αυτή που τον κρατούσε πίσω. Πως μπορούσε να την αφήσει πίσω με αυτόν τον διάολο μες στο σπίτι...
Την έβριζε, την χτυπούσε, την βίαζε. Και τα χρόνια περνούσαν κι ο Άρης, όλο αύξανε σε ύψος και μυϊκή δύναμη. Γινόταν ένας υπολογίσιμος αντίπαλος για τον πατέρα του. Ο οποίος τον έβριζε και καταριόταν που τον έφερε στον κόσμο.
Η Αρίστη είχε γίνει πια η φυλακή του. Η καρδιά του κλώτσαγε άγρια μέσα στο στήθος του για να ζήσει. Για νέες εμπειρίες. Ήθελε να τα αφήσει όλα πίσω του. Να πάρει την μητέρα του και να σηκωθούν να φύγουν. Ώρες ατέλειωτες κάθονταν και μιλούσαν. Προσπαθούσε να την κάνει να ξεκολλήσει το μυαλό της, από το τι θα πουν οι άλλοι. Από το καθήκον της ως σύζυγος. Κινδύνευε η ζωή της. Αυτό ξεπερνούσε κατά πολύ κάθε καθήκον.
Ένα απόγευμα, μια είδηση βόμβα ήρθε να ταράξει τα ήδη ταραγμένα νερά του σπιτικού τους και του χωριού ολοκλήρου. Η μάνα του περίμενε παιδί.
Οι κάτοικοι βρήκαν ένα πικάντικο θέμα συζήτησης κι ο Άρης έγινε θηρίο ανήμερο με τον πατέρα του. Εκείνο το βράδυ ο καβγάς τους ήταν τόσο άγριος που πολλοί ήταν αυτοί που όρμησαν μέσα στο σπίτι τους να τους χωρίσουν.
Την επόμενη μέρα, ο δόλιος ο πατέρας του πέθανε από ανακοπή. Πλέον, δεν τους χωρούσε ο τόπος μάνα και γιο. Σηκώθηκαν κακήν κακός και έφυγαν για την Αθήνα. Τέσσερις μήνες αργότερα, γεννήθηκε ένα υγιέαστατο κοριτσάκι. Η Λεία.

Πάρκαρε έξω από το σπίτι του κι είδε έναν άντρα να βγαίνει από μέσα. Παραξενεύτηκε. Τον περιεργάστηκε λίγο καθώς απομακρυνόταν. Δεν τον είχε ξανά δει. Ποιος στο καλό ήταν; Και τι δουλειά είχε στο σπίτι του;
Μπαίνοντας μέσα, είδε την μάνα του και την Λεία, αγκαλιασμένες στον καναπέ.
"Τι έγινε, τι πάθατε εσείς;" ρώτησε πλησιάζοντας. Η μητέρα του κούνησε έντονα το κεφάλι της. Η Λεία έκλαιγε. Αυτό επέκτεινε περισσότερο την αγωνία του. Τράβηξε μια καρέκλα κι έκατσε δίπλα τους. "Μα τι συμβαίνει;".

"Που να σου τα λέω, αγόρι μου!" άρχισε να λέει η κυρά Λένα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και του εξιστόρησε όσα συνέβησαν. Όπως της τα μετέφερε αυτός ο νεαρός, ο Ιάσωνας, που γύρισε την κόρη της στο σπίτι.

.

.

.

.

.

.

.

.

Δεν υπάρχει φωτογραφία για τον Άρη κι ο λόγος είναι γιατί περιγράφω έναν άντρα που πέρασε από την ζωή μου μια μέρα και καμία φωτογραφία (κατά την δική μου άποψη), δεν είναι αντάξια του.

Αγάπη είναι...Where stories live. Discover now