Όλα για το Κέικ

18 4 1
                                    

   Έβγαλα το χέρι μου έξω από το την κουβέρτα και ψηλάφισα το κομοδίνο δίπλα μου για να κλείσω το ξυπνητήρι. Κατέβασα τα πόδια μου βαριεστημένα από το κρεβάτι. Προχώρησα κουτσαίνοντας μέχρι τον υπολογιστή και πάτησα το κουμπί της έναρξης. Ύστερα προχώρησα προς τις σκάλες για να πάω στην κουζίνα να φτιάξω καφέ.

Ο Ιάσωνας έβγαινε εκείνη την στιγμή από το μπάνιο με μια πετσέτα δεμένη γύρω από την μέση του. Με κοίταξε καθώς σκούπιζε τα μαλλιά του με μια δεύτερη πετσέτα.

"Καλημέρες! Πως είσαι εσύ;"

"Νυστάζω..." απάντησα πνίγοντας ένα χασμουρητό. Εκείνος γέλασε και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.

"Έχω φτιάξει ήδη καφέ. Η κανάτα του γαλλικού είναι δίπλα στο ψυγείο"

"Μα πόσο καλά με ξέρεις..." είπε τρίβοντας τα μάτια μου προσπαθώντας να διώξω την νύστα. Χαχάνισε και μπήκε στο δωμάτιο του.Κατέβηκα τις σκάλες προσεκτικά να μην σκοτωθώ.

Έβαλα καφέ σε μια κούπα κι έκατσα στο σκαμπό. Και τότε μου ήρθε φλασιά σαν μια αναλαμπή στο μυαλό μου. Σήκωσα τα μάτια μου, ακριβώς όπως το είχα κάνει εκείνη την μέρα. Αλλά κανείς δεν ήταν εκεί. Κανένας ψηλός άντρας με μαύρο μούσι. Ήμουν μόνο εγώ στην κουζίνα. Είχαν περάσει δύο μέρες από την γνωριμία μου μαζί του. Κι ήταν απόλυτα τραγικό αυτό που μου συνέβαινε. Ήταν απόλυτα τραγικό το ότι δεν μπορούσα να τον βγάλω από το μυαλό μου. Το ότι με το που τον αντίκρισα έπαθα μπλακ άουτ. Το ότι δεν θα τον ξανάβλεπα γιατί απλά δεν είχα κάποιον λόγο για αυτό. Το ότι καθόμουν σαν έφηβη που ονειροπολοεί και τον σκεφτόμουν.

Κούνησα δεξιά κι αριστερά το κεφάλι μου σαν να προσπαθούσα να διώξω κάθε σκέψη από το μυαλό μου. Σε δέκα μέρες έφευγα από την Αθήνα. Κι όλα αυτά θα τα άφηνα πίσω μου. Δεν είχα χρόνο για τέτοια. Και για την ώρα, με περίμεναν μπόλικα συμβόλαια που έπρεπε να τακτοποιηθούν. Είχα δουλειά να κάνω.

   Σήκωσα τα χέρια μου ψηλά και τεντώθηκα. Δεν ξέρω πόσες ώρες καθόμουν μπροστά από τον υπολογιστή αλλά ένιωθα όλο το σώμα μου πιασμένο. Κι είχα μπουχτίσει αυτές τις μέρες κλεισμένη μέσα. Βέβαια με αυτήν την πανδημία, όλοι κλεισμένοι μέσα ήταν... Αλλά αλήθεια, το είχα ανάγκη να έβγαινα λίγο έξω. Έναν περίπατο, ένα γύρω έστω, από το τετράγωνο, ένα... ξαφνικά σκέφτηκα κάτι.

Θα μπορούσα να φτιάξω ένα κέικ και να το πάω στην μητέρα της Λείας. Ούτως ή άλλως κι εκείνη μας έστειλα τα εκλεράκια. Δηλαδή, δεν τα έστειλε εκείνη ακριβώς... Όταν τα έφερε ο Άρης με την Λεία, ήταν οικογενειακή υπόθεση. Άρα έπρεπε να τους το ανταποδώσω. "Ναι, αυτό είναι, όχι ότι θέλεις να δεις ξανά τον Άρη!" άκουσα μια φωνή μέσα μου. Εκνεύριστηκα. Όχι, δεν ήταν αυτό, απλώς σαν καλός άνθρωπος θα ανταπέδιδα την ευγενική τους χειρονομία. Το κάπως ανησυχητικό της υπόθεσης ήταν πως θα έπρεπε να ζητήσω από τον Ιάσωνα την διεύθυνση του σπιτιού τους, αφου δεν είχα ιδέα που ήταν. Αλλά εντάξει. Θα του έλεγα πως την θέλω για να τους πάω το κέικ. "Όλα για το κέικ γίνονται!" η φωνή πάλι.

Αγάπη είναι...Where stories live. Discover now