Έρωτας το βλέπω Είσαι

21 4 0
                                    

Η ζωή μου ως τώρα είχε αποδειχτεί θυελλώδης.
Από τα πρώτα μου χρόνια στο νηπιαγωγείο θυμόμουν κάποια πράγματα. Ναι, θυμόμουν κάποιες στιγμές. Όχι απαραίτητα κακές αλλά κυρίως αστείες. Σαν μικρά παιδιά, τότε, η ζωή μας φαινόταν παραμύθι. Ζούσαμε σε έναν ιδανικό κόσμο. Πιστεύαμε πως είχαμε πάντα δίκιο. Θέλαμε την προσοχή και την απαιτούσαμε. Όχι από περηφάνεια. Αλλά από μια υγιή αυτοπεποίθηση. Πιστεύαμε στην αξία μας. Και συγχωρούσαμε. Και ζητούσαμε συγγνώμη. Κι ερωτευόμασταν και μετά μας πέρναγε. Πιστεύαμε πως όλοι ήθελαν το καλό μας και πως όλοι οι άνθρωποι ήταν αγνές ψυχούλες.
   Στο δημοτικό, αυτό το συννεφάκι άρχιζε να διαλύεται. Νέο κτήριο. Πιο μεγάλο και πιο ογκώδες. Οι τοίχοι γκρι και τρομακτικοί. Οι δάσκαλοι άκαμπτοι και αυστηροί. Δεν δικαιολογούνταν πλέον ότι σκανταλιά κι αν έκανες. Και δεν μπορούσες να είσαι διαφορετικός. Τότε θα αντιμετωπίζεις τον εκφοβισμό και την περιθωριοποίηση. Κι όχι μόνο από τους συνομίληκους σου. Αλλά κι από τους νταήδες τον μεγαλύτερων τάξεων. Μπορούσες να δεις την ικανοποίηση στο βλέμμα τους, όταν κατάφερναν να σε μειώσουν και να σε εξευτελίσουν. Κι εσύ θα έκλαιγες και θα αναρωτιόμουν γιατί. Τι έκανες λάθος; Αργότερα θα μάθαινες πως δεν ήσουν εσυ που έκανες κάτι λάθος. Αλλά ο κόσμος γύρω σου που ήταν για τα μπάζα. Δεν είχα να θυμάμαι τίποτα ευχάριστο σε ούτε ένα από τα έξι χρόνια του δημοτικού.
   Στο Γυμνάσιο πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα. Εκεί είχες να αντιμετωπίσεις ένα δυνατό κοκτέιλ δυσκολιών. Την αύξηση της ηλικίας, την εφηβεία, τις ορμόνες που είχαν τρελαθεί, τον εκφοβισμό από εκείνους που δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι δεν είσαι ίδιος με αυτούς και τις κλίκες στις οποίες τα κορίτσια γίνονταν δημοφιλή κι ετοιμόλογα και τόσα άλλα, αν κατάφερναν να σε κάνουν σκουπίδι. κι είχες επίσης, το πολύ διάβασμα, τις μέρες της βαθμολογίας που ήταν γεμάτες στρες και το άγχος των εξετάσεων στο τέλος κάθε χρονιάς. Και φυσικά σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η κατάσταση που επικρατούσε πίσω στο σπίτι, ήταν χαώδης. Δεν είχα παράπονο από την οικογένεια μου. Τους αγαπούσα τους γονείς μου. Αλλά τύχαινε να έχουν πρώτη φορά μια έφηβη κόρη. Πίστευα ότι δεν με καταλάβαιναν. Και δεν ήταν πως δεν έκαναν προσπάθειες. Απλώς εγώ ένιωθα εξάντληση και μόνο στην σκέψη πως έπρεπε να τους εξηγήσω το πως αισθανόμουν. Ήθελα να κατανοούσαν το ποσό άθλια περνούσα στο σχολείο, χωρίς να χρειάζεται να τους λέω πολλά.
Κι όσων αφορά την σχέση μου με τον Ιάσωνα; Επικοί καβγάδες. Θα έλεγε κανείς ότι η κατάσταση στο σπίτι, εκείνη την περίοδο, μύριζε μπαρούτι από μακριά.
   Στο Λύκειο πήγα προετοιμασμένη για ακόμα χειρότερη εξέλιξη των πραγμάτων. Παρόλα αυτά, όμως, βγήκα λάθος. Ένιωσα σαν να βρέθηκα σε άλλον κόσμο. Για πρώτη φορά ένιωσα την αποδοχή από τον περίγυρο μου. Βρήκα κάποια άτομα, ταιριάξαμε, έγιναν η παρέα μου. Πια ήμουν εγώ αυτή που έπρεπε να παλέψω με τα αισθήματα αναξιότητας που μου είχαν δημιουργηθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια. Κι εκεί για πρώτη φορά στην ζωή μου ερωτεύτηκα. Ο έρωτας μου με τον Δήμήτρη, έμεινε ανεκπλήρωτος και κατέληξε άδοξα. Αυτό ήταν κάτι που μου κόστισε, αφού ήταν η πρώτη μου αγάπη.
   Ο καιρός πέρασε, το Λύκειο τελείωσε κι εγώ βγήκα στην κοινωνία, ως φοιτήτρια Διοίκησης και Οικονομικών.
Ζούσα την φοιτητική μου ζωή στο έπακρον, ταξιδευόντας. Τα ταξίδια με το αυτοκίνητο, είχαν γίνει το απαραίτητο φάρμακο που χρειαζόμουν για να ανασάνω. Έπαιρνα τα μπογαλάκια μου, μαξιλάρι, κουβέρτα και την κοπάναγα. Σηκωνόμουν νωρίς, το χάραμα κι η καρδιά μου κλώτσαγε άγρια μέσα μου, διψασμένη για νέες εμπειρίες. Ξανοιγόμουν στην Εγνατία οδό. Η αγαπημένη μου μουσικη από το ραδιόφωνο και τα παράθυρα ορθάνοιχτα. Άφηνα τα μαλλιά μου να ανεμίζουν ελεύθερα στον αέρα που έμπαινε με φορά μέσα, από την ταχύτητα. Ένιωθα ζωντανή. Ένιωθα ελεύθερη.
   Δεν είχα κάποια εμπειρία σε ερωτική σχέση μέχρι τότε. Δεν ήταν πως δεν το ήθελα. Αλλά ακόμα δεν είχα νιώσει αυτήν την φλόγα που διάβαζα στα ρομαντικά μυθιστορήματα και στις ταινίες. Μέχρι που γνώρισα τον Νικηφόρο. Ψηλός, αρρενωπός κι όμορφος. Μετά από δύο μήνες γνωριμίας γίναμε ζευγάρι. Κι άλλους δύο μήνες αργότερα, αρχίσαμε να μένουμε μαζί. Ήταν όλος μου ο κόσμος. Ο άνθρωπος μου. Η αγκαλιά μου. Ένιωθα προστατευμένη μαζί του. Ένιωθα ασφαλής. Ένιωθα σημαντική. Ένιωθα πως μπορούσα να ακουμπήσω το μέλλον μου στα χέρια του. Τυφλωμένη από έρωτα, όμως, αγνόησα κάποια προειδοποιητικά σημάδια που θα μπορούσαν να αποβούν μοιραία στο μέλλον. Κι έτσι, ύστερα από τέσσερα χρόνια κι έτοιμοι να ενώσουμε για πάντα τις ζωές μας, τα πράγματα στράβωσαν. Και χωρίσαμε.
Βίωσα έναν μικρό θάνατο, τότε. Ένιωσα σαν κάποιος να δολοφόνησε την καρδιά μου. Και έπρεπε να την θάψω. Αλλά θάφτηκα κι εγώ μαζί της. Θάφτηκα στον εαυτό μου. Έγινα ένα άψυχο σώμα που κάθε μέρα που περνούσε, βυθιζόταν όλο και περισσότερο στην άβυσσο. Και κανείς δεν μπορούσε να με συνεφέρει από αυτήν την κατρακύλα. Κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να με κάνει καλά. Τίποτα δεν μπορούσε να γιάνει την ψυχή μου.
Άρχισα να κρίνομαι, επειδή πονούσα. Με έβαζαν κάτω οι δικοί μου κι άρχιζαν εξάψαλμο. Να συνέλθω, να μην το κάνω αυτό στον εαυτό μου, πως μπόρα είναι, θα περάσει...
Σταμάτησα να τρώω. Σταμάτησα να κοιμάμαι. Σταμάτησα να μιλάω. Σιώπησα γιατί ένιωθα πως αν άνοιγα το στόμα μου, θα κραύγαζα. Σταμάτησα να ζω. Απλά υπήρχα. Δεν μπορούσα να τον αντέξω αυτόν τον πόνο.
Οι γονείς μου έφεραν μια ψυχίατρο στο σπίτι. Ξεκίνησα να παίρνω φάρμακα. Σταμάτησα και να νιώθω. Αυτή η διακοπή συναισθημάτων με ανακούφισε. Χανόμουν σε μια ψευδαίσθηση χαλάρωσης κι ηρεμίας.
Περάσαν κάπου εφτά με οχτώ μήνες σε αυτήν την κατάσταση. Μια νύχτα πετάχτηκα αλαφιασμένη απο το κρεβάτι μου. Ήταν κάπου τρεις τα ξημερώματα. Δεν με χωρούσε ο τόπος. Έχωσα μια αλλαξιά σε μια τσάντα, άρπαξα τα κλειδιά του αυτοκινήτου και την κοπάνησα. Οδηγούσα για ώρες στην απόλυτη σιωπή. Μέσα μου έκαιγα. Ένιωθα την ένταση να κορυφώνεται στην καρδιά μου. Ένιωθα ότι θα ανατιναχτώ. Και τότε... άρχισα να προσεύχομαι. Δεν ήταν μια προσευχη από τις συνηθισμένες. Ήταν ένα τραγούδι που άρχισα να λέω. Τραγούδησα Πλούταρχο στον Θεό...
"Φίλε... Τον αγαπώ ακόμα...". Η φωνή μου έσπασε. Ένιωσα έναν κόμπο στον λαιμό μου. "Έχω πιει και και είμαι λιώμα... Μόνο εσύ καταλαβαίνεις... Φίλε... Το ξερεις. Ήταν η ζωή μου. Το δάκρυ κι η αναπνοή μου. Μόνο Εσύ καταλαβαίνεις..."
Ήταν περίπου εφτά το πρωί όταν έφτασα στα Μετέωρα. Έκατσα στον μεγάλο βράχο και κρέμασα τα πόδια μου στο κενό. Ένιωσα το στομάχι μου να καίει κι ένα άγριο κύμα να υψώνεται προς τα πάνω. Άνοιξα το στόμα μου για να κάνω εμετό, αλλά αντί για αυτό, από βαθιά μέσα μου βγήκε ένα ένα άγριο ουρλιαχτό.
Ένιωσα ότι μόλις απέβαλα κάτι τοξικό. Έτσι πήρα μια βαθιά ανάσα κι άρχισα να ουρλιάζω με όλη την δύναμη της ψυχής μου. Ούρλιαζα για όση ώρα άντεχαν οι φωνητικές μου χορδές και καθώς η φωνή μου έσβηνε, ξέσπασα σε δάκρυα.
Δεν ήξερα πόση ώρα ήμουν εκεί, στην άκρη του γκρεμού, σκυμμένη φλερτάροντας με τον κίνδυνο να έπεφτα στο κενό και κλαίγοντας. Αυτό που ήξερα, ήταν πως όταν σταμάτησα να κλαίω, ήμουν ήρεμη. Πέταξα ένα ασήκωτο βάρος από πάνω μου και γαλήνεψα. Πέρασα μέσα από την φωτιά και γιατρεύτηκα. Και τότε... σήκωσα τα μάτια μου ψηλά. Και κοίταξα τον απέραντο ουρανό. Τον ήλιο που άρχιζε να ανατέλλει και την νέα μέρα που ξημέρωνε. Έτσι ξημέρωνε και μια νέα αρχή στην ζωή μου. Έκλαψα πολύ και πένθησα για μια αγάπη που πέθανε, αλλά ως εκεί. Δεν μπορούσα να ζω άλλο έτσι. Δεν μπορούσα να αργοπεθαίνω καθημερινά για κάποιον που δεν με αγάπησε ποτέ αληθινά. Δεν μπορούσα άλλο να πρέπει να παίρνω φάρμακα για να είμαι καλά. Να λυπάμαι τον εαυτό μου.
Πήρα μια βαθιά ανάσα κι άφησα τον καθαρό αέρα να εισχωρήσει μέσα μου. Να με εξαγνίσει. Κι ύστερα σηκώθηκα. Έφυγα και δεν ξανά έριξα ούτε ένα βλέμμα πίσω μου.

Αγάπη είναι...Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang