Τύψεις

10 2 0
                                    

   Άνοιξα τα μάτια  μου από μια ριπή φωτός που χτυπούσε το πρόσωπο μου. Έκανα μια γκριμάτσα και το κάλυψα με την αντίστροφη της παλάμης μου.

"Ιάσωνα;" μουρμούρισα μισοκοιμισμένη ακόμα. Δεν πήρα κάποια απάντηση. Τεντώθηκα και κάλυψα με το μαξιλάρι το κεφάλι μου. Τι ώρα ήταν; Ούτε που ήξερα. Ένιωθα πως θέλω να κοιμηθώ κι άλλο. Γύρισα την πλάτη μου στο παράθυρο του δωματίου. Έφερα το μαξιλάρι στο στήθος μου και το αγκάλιασα. Χαμογέλασα ξέροντας πως δεν χρειαζόταν να σηκωθώ για να πάω στην δουλειά. Υπέροχο το να δουλεύεις από το σπίτι! σκέφτηκα κι αναστέναξα. Και προσπάθησα να ξανά κοιμηθώ. Αλλά ένα πρόσωπο τρύπησε στο μυαλό μου. Άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου. Και θυμήθηκα όλα όσα είχαν συμβεί την προηγούμενη μέρα. Κι ένιωσα έναν ξαφνικό σφίξιμο στο στομάχι μου. Μου έφυγε κάθε διάθεση για περισσότερο ύπνο. Η μορφή του Άρη κυριάρχησε στις σκέψεις μου. Ανασηκώθηκα απότομα στο στρώμα. Έτσι ώστε με κατέκλυσε μια σκοτοδίνη. Κάλυψα με τις παλάμες μου το πρόσωπο μου. Ένιωθα έναν κόμπο στο λαιμό μου, που με δυσκόλευε από το να ανασάνω ελεύθερα. Ξεροκατάπια. Νερό. Ήθελα επειγόντως νερό.

"Ιάσωνα!" φώναξα. Περίμενα λίγο. Δεν πήρα απάντηση. Που στο καλό βρισκόταν; Τι ώρα ήταν; Πήρα μια βαθιά εισπνοή. Κράτησα κάποια δευτερόλεπτα τον αέρα μέσα μου κι ύστερα εκπνοή. Κατέβασα αργά τα πόδια μου από το κρεβάτι. Ο δεξύς αστράγαλος μου με πονούσε. Αναμενόμενο σε σχέση με το πόσο το είχα ταλαιπωρήσει την προηγούμενη μέρα. Να μην αναφέρω το πόσο ανόητο ήταν από μέρους σου να περπατήσεις τόσο δρόμο, δεδομένου ότι έχεις χτυπήσει το πόδι σου! Τα λόγια του Άρη ήχησαν στο μυαλό μου.

"Εντάξει, είχες δίκιο!" είπα απότομα σαν εκείνος να μπορούσε να με ακούσει. "Είχες δίκιο..." επανέλαβα ψυθιριστά κι έσκυψα θλιμμένη το κεφάλι μου. Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Να αντιδρούσα διαφορετικά. Όταν εκείνος μου τα έλεγε όλα αυτά, εγώ να γύρναγα και να... να... Τον φιλούσες; άκουσα μια φωνή μέσα μου. Ένιωσα τα μάγουλα μου να αναψοκοκκινίζουν μόνο στην σκέψη. "Καμέλια, σύνελθε!" πρόσταξα αυστηρά τον εαυτό μου. Παρόλα αυτά ήταν να μην μου μπει αυτή η σκέψη. Γιατί μετά, σκεφτόμενη ξανά το πρόσωπο του, τα μάτια του, την καμπύλη της μύτης του, τα χείλη του που πλαισιόνονταν από το μαύρο μούσι του... Ρίγησα. Ξεφώνισα ένα μουγκριτό θυμού! "Ε δεν υποφέρεσαι!" φώναξα απευθυνόμενη στον εαυτό μου πάντα. Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και βγήκα στον διάδρομο τρίβοντας τα μάτια μου. Τεντώθηκα και κατέβηκα τις σκάλες. Έκατσα στο σκαμπό της κουζίνας πνίγοντας ένα χασμουρητό. Το ψηφιακό ρολόι του φούρνου έδειχνε μιάμιση.

"Μιάμιση;!" σχεδόν τσίριξα και κούνησα πέρα δώθε το κεφάλι μου. "Όχι ρε συ...". Είχα τόση δουλειά να κάνω, τόσα mail να στείλω. Φτου να πάρει... Είχα αργήσει πολύ. Κατευθύνθηκα προς το ψυγείο κι είδα ένα κίτρινο χαρτάκι κολλημένο.

Καλά ξυπνητούρια βρε! Είμαι στην δουλειά. Υπάρχει έτοιμος γαλλικός καφές στην κανάτα, αλλά μάλλον θα έχει να κρυώσει μέχρι να ξυπνήσεις. Μην βγεις έξω σήμερα. Ξεκούρασε το πόδι σου, ότι χρειαστείς πες μου σε μένα να το φέρω. Και πάρε με τηλέφωνο αν δεν νιώθεις καλα. Μην βγεις από το σπίτι, το εννοώ!

Χαμογέλασα. Τον αγαπούσα πολύ τον αδερφό μου. Και κάτι τέτοιες στιγμές ένιωθα να τον αγαπάω λίγο περισσότερο. Αγαπούσα τον τρόπο που έδειχνε ότι νοιαζόταν για μένα. Το πόσο με φρόντιζε. Το ότι με μεταχειριζόταν σαν να ήμουν μικρό κορίτσι. Κάτι που κάποιες φορές μου έσπαγε τα νεύρα με την υπερπροστατευτικότητα του, αλλά τις περισσότερες φορές με συγκινούσε. Γέμιζε τα κενά της αναξιότητας μου. Των ανασφαλειών μου. Όμορφο συναίσθημα να νιώθεις αγάπη. Τι πιο υπέροχο από το να αγαπάς και να αγαπιέσαι... Απλά ήθελα και το κάτι παραπάνω. Αυτό που δεν μπορούσε να μου δώσει ο αδερφός μου. Αυτό που δεν μπορούσε να μου δώσει καμία φίλη ή φίλος. Κανένας συγγενής. Ο Άρης όμως; η κλασική φωνή μέσα μου. Ε ναι, λοιπόν. Ο Άρης και κάθε Άρης ήταν αυτός που μπορούσε να μου προσφέρει το κάτι παραπάνω. Ναι, αλλά εσύ δεν θέλεις τον κάθε Άρη. Θέλεις τον πρωτότυπο, το οριτζινάλε, πως το λένε...! Ξεφύσησα

"Έτσι όπως τα έκανα μαντάρα πάει το οριτζινάλε..." μουρμούρησα κι ένιωσα ένα κύμα οδύνης να με κατακλίζει. Αλλά ο Ιάσωνας είχε δίκιο. Σε λίγες μέρες μετακόμιζα. Δεν είχε νόημα επομένως. Καλύτερα που έληξε, όπως κι αν έληξε. Έτσι δεν θα ήταν πιο δύσκολο μετά. Πολύ λογικά όλα αυτά, σωστά; Όμως, γιατί παρόλα αυτά ένιωθα θλίψη μέσα μου; Γιατί ελπίζεις. Για αυτό. Γιατί θέλεις πολύ να αγαπηθείς και να νιώσεις ποθητή από έναν άντρα. Να ταιριάξεις. Να γίνεις απαραίτητη. Να ζήσεις την δικιά σου ρομαντική ιστορία. Ναι, ίσως έτσι να ήταν. Αλλά τι θα γινόταν μέχρι να βρω το κομμάτι που θα με ολοκλήρωνε; Θα βυθιζόμουν συνεχώς στην θλίψη; Σε λάθος εποχή γεννήθηκες, Καμέλια! Σε λάθος εποχή... Ανάσανα νιώθωντας ξαφνική κούραση.

Έβαλα τον καφέ να ζεσταθεί κι έψησα ένα τοστ. Πήρα το πρωινό μου κι ανέβηκα στο δωμάτιο μου. Άνοιξα τον υπολογιστή και σιγύρισα λίγο το δωμάτιο. Άνοιξα το παράθυρο να μπει φρέσκος αέρας κι ο ζεστός μεσημεριάτικος ήλιος με έλκυσε να πλησιάσω στο περβάζι. Έκλεισα τα μάτια μου κι ένιωσα την ζεστασιά να απλώνεται στο πρόσωπο μου, στο ντεκολτέ και στα χέρια μου. Χαμογέλασα στην σκέψη πως τόσο απλά πράγματα μπορούσαν να μου αλλάξουν την διάθεση. Με ανανεωμένη πια διάθεση, έκατσα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή κι έπιασα δουλειά.

Αγάπη είναι...Where stories live. Discover now