Η συνάντηση.

18 1 0
                                    

Ακόμη ένα πρωί που ξυπνώ και ετοιμάζω τον καφέ μου, πάλι δεν κοιμήθηκα καλά το βράδυ. Η απώλεια του με έχει κυριεύσει και δεν κάνω τίποτα για αυτό, είμαι κλεισμένη στο σπίτι. Πάει ένας μήνας περίπου, θα ξεκινήσω το σχολείο σε λίγο καιρό. Όλοι μου λένε ξεκολλα, προσπάθησε να το ξεχάσεις, πάνε παρακάτω, δεν μπορώ. Έχω μιλήσει λίγες φορές με τα κορίτσια, τίποτα παραπάνω. Δεν έχω ιδέα τι κάνει ο Χρήστος και δεν ξέρω καν αν αξίζει πλέον έστω και τη μηδαμινή προσοχή μου. 
Η καρδιά μου δεν είναι έτοιμη να προσχωρήσει παρακάτω και δεν ξέρω και αν θα είναι και ποτέ, μπορεί όλα αυτά σε λίγο καιρό να γίνουν μια γλυκιά ανάμνηση, μακάρι...

Το τηλέφωνο μου χτυπάει, άγνωστος αριθμός.

*Ναι*

*Ναι, Νικολέττα εσύ;*

*Ναι, ποιος είναι;*

*Η μητέρα του Παναγιώτη είμαι*

*Αα γεια σας, τι κάνετε;*

*Κορίτσι μου, θα ήθελα κάποια στιγμή να σε δω αν γίνεται*

*Φυσικά, έγινε κάτι;*

*Ας τα πούμε από κοντά καλύτερα*

Κανονίσαμε να βρεθούμε σε ένα καφέ κοντά στη γειτονιά το απόγευμα, τι να θέλει άραγε; Αυτή δεν με συμπαθούσε καν. Τι να πω, θα μάθω πολύ σύντομα.

Η ώρα είναι 18:00 είμαι έτοιμη και πηγαίνω προς το καφέ ,αυτή είναι ήδη εκεί και με περιμένει, χωρίς να έχει παραγγείλει κάτι μέχρι στιγμής.

Την χαιρετάω και κάθομαι.

-Με ξαφνιάσατε με το τηλεφώνημα σας.

-Ναι, είναι η αλήθεια πως δεν σου έδωσα και τις καλύτερες εντυπώσεις στην κηδεία. Και για αυτό θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη, κάθισα και σκέφτηκα μετά τον λόγο σου, σε είδα στο μνήμα και κατάλαβα πως όχι μόνο δεν ευθύνεσαι για το ατύχημα του, ίσα ίσα είσαι αυτή που τον έκανες τόσο ευτυχισμένο αυτόν τον καιρό. Ο Παναγιώτης ,Νικολέττα μου ήταν ένα παιδί πολύ ζόρικο, πάντα τον κυνηγούσαμε, πάντα ανησυχούσα για αυτόν, από τότε που πήρε το μηχανάκι έτρεμα κάθε φορά που τον έβλεπα εκεί πάνω. Ήταν πολύ δεμένος με την αδερφή του, ήταν ο προστάτης της, για αυτό και όταν η κόρη μου ξεκίνησε να αυτό τραυματίζεται αυτός άρχισε να γίνεται ακόμη πιο αντιδραστικός. Έβγαινε συνέχεια, γυρνούσε αργά, μάλωνε με τον πατέρα του και κλείνονταν για ώρες στο δωμάτιο του. Με τον καιρό όμως, αυτό άλλαξε, σε γνώρισε, άρχισε να γίνεται πιο φιλικός και ήταν πρόθυμος να συζητήσει.

Άρχισα να βουρκώνω, πάλι.

-Για αυτό λοιπόν κορίτσι μου σε ευχαριστώ και σου ζήτω συγγνώμη που σε κατηγόρησα.
Ξέρεις η αδερφή του, η Άννα μου, δεν άντεξε, γύρισα μια μέρα από τη δουλειά και τη βρήκα στο μπάνιο, μέσα στο νερό και τα αίματα να τρέχουν. Τα κατάφερε αυτή τη φορά, έδωσε τέλος στη ζωή της μία και καλή. Άφησε ένα σημείωμα.

*Η κατάθλιψη μου με έχει σκοτώσει εδώ και καιρό, μόνο το σώμα μου παραμένει ζωντανό, αλλά δεν αντέχω άλλο,δεν αντέχει το σώμα μου άλλο, έρχομαι να σε βρω αδερφέ μου, σου υποσχέθηκα ότι θα είμαι πάντα δίπλα σου και θα το κάνω.*

Είχα συγκλονιστεί, δεν μπορούσα να το πιστέψω, είχα δει ότι η αδερφή του όντως ήταν σε άθλια κατάσταση στην κηδεία, αλλά δεν περίμενα να τα παρατήσει τόσο εύκολα.

-Συλλυπητήρια, λυπάμαι πολύ, δεν μπορώ να φανταστώ τον πόνο σας αυτή τη στιγμή.

-Η αυτοκτονία της κορίτσι μου είχε έρθει εδώ και καιρό, δεν ήταν μόνο τα αίματα και τα σημάδια στα χέρια ,ήταν τα βουρκωμένα της μάτια ,οι μαύροι κύκλοι, το τρέμουλο των χεριών, τα ματωμένα χείλια .Κάθε φορά φώναζε για βοήθεια και εμείς...

Έμεινα σιωπηλή, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο.

-Μόλις τελειώσω με τα μνημόσυνα θα φύγω κορίτσι μου, θα πάω στη μητέρα μου, στο χωριό μου, θα μείνω μαζί της για αρκετό καιρό, να περάσει όλο αυτό.

-Φυσικά, καλά θα κάνετε.

-Το σπίτι θα το πουλήσω, έτσι κι αλλιώς με τον πατέρα του χωρίσαμε. Αυτές τις μέρες ξεκαθάρισα τα πράγματα του Παναγιώτη, τι θα πετάξω, τι θα κρατήσω. Βρήκα και κάποια δικά σου πράγματα, τα έβαλα όλα μέσα σε ένα κουτί, μαζί με κάποια τα οποία θεωρώ πως πρέπει να κρατήσεις και στα έφερα. Βρήκα επίσης έναν φάκελο που έξω είχε γραμμένο το όνομα σου ,δεν ξέρω τι είναι, στον έχω βάλει μέσα.

Μου έδωσε το κουτί και μου είπε καλύτερα να διαβάσω το γράμμα όταν θα πάω σπίτι, όταν θα είμαι μόνη μου.

-Εσύ πως είσαι;

-Από βδομάδα θα ξεκινήσω το σχολείο, κατά τ'άλλα εντάξει, προσπαθώ...

Ήμασταν μαζί περίπου για ένα δίωρο, έμαθα τα πάντα για τον Παναγιώτη, πράγματα που δεν ήθελε να ξέρω ,όλη η συζήτηση μας περιτρυγυριζόταν γύρω του. Τη χαιρέτησα και γύρισα πίσω.

Όταν έφτασα σπίτι άνοιξα το κουτί, είχε μέσα δύο μπλούζες, μια κορνίζα που είχε φτιάξει ο Παναγιώτης με μία φωτογραφία μας, ένα ακόμη δώρο που του είχα κάνει στα γενέθλια του και τον φάκελο. Χωρίς καμία σκέψη ,τον άνοιξα και έκατσα για να τον διαβάσω.

Πριν καν διαβάσω την πρώτη λέξη άρχισα να βουρκώνω. Γιατί άραγε δε μου το έδωσε ποτέ; Γιατί δε μου ανέφερε ποτέ γι' αυτό το γράμμα; Ίσως είναι κάτι σαν αποχαιρετισμός. Δες το κι έτσι, είπα.

ΤΑ ΕΤΕΡΩΝΥΜΑ ,ΟΝΤΩΣ ΕΛΚΟΝΤΑΙ ΤΕΛΙΚΑ;Where stories live. Discover now