Λίγο πριν τα τέλη της δεκαετίας του '50,οι ήρωες μας έχουν τραβήξει πια χωριστούς δρόμους. Η Ελένη, υποκύπτοντας στη μοίρα της, και προσπαθώντας να κρατηθεί από κάπου, δίνει μια ευκαιρία στη σχεση της με το Ζάχο. Τον παντρεύεται, αν και δεν τον αγαπά, και τον ακολουθεί στη Χίο, αφήνοντας πίσω της τον πατέρα και τις αδερφές της αλλά και εναν τόπο γεμάτο από την απουσία Εκείνου, από τις αναμνήσεις που πονάνε, από τα αναπάντητα ερωτήματα της.
Ο Λάμπρος, από την άλλη, καταρρέει όταν μαθαίνει πως η μοναδική γυναίκα που αγάπησε συνεχίζει τη ζωή της χωρίς αυτόν. Σε μια στιγμή απελπισίας κάνει το μοιραίο λάθος και πέφτει στην καλοστημένη παγίδα της Θεοδοσίας. Την εκθέτει, την παντρεύεται αναγκαστικά και προσπαθεί να καλύψει το κενό που άφησε στην ψυχή του η έλλειψη Εκείνης.
Όλα κυλούν ομαλά για τα δύο ζευγάρια. Χωρίς πάθος και έρωτα, αλλά με εκτίμηση και σεβασμό σπρώχνοντας στο πίσω μέρος του μυαλού τους αυτό που τους πονάει. Δυο χρόνια μετά, η μόνη αλλαγή που έρχεται στις ζωές τους είναι ο τόπος κατοικίας. Ο Ζάχος παίρνει μετάθεση για το Βόλο, γεγονός που χαροποιεί την Ελένη γιατί θα βρίσκεται κοντά στην οικογένειά της. Ο Λάμπρος, παίρνει μετάθεση για το Διαφανι, αποφασίζει να επιστρέψει στο χωριό, παντρεμένος πια, νιωθοντας "ασφαλής" αφού εκείνη ζει πολύ μακριά. Κανένα από τα 2 ζευγάρια δεν απέκτησε παιδί, παρόλο που το θέλουν πολύ. Αυτό δημιουργεί θλίψη και έγνοια στα ζευγάρια .
Στα μέσα Ιουλίου οι 2 οικογένειες μετακομιζουν στους νέους τους τόπους,αγνοώντας το ποσό κοντά βρίσκονται πλέον.
Οι μέρες περνούν και στις 5 Αυγούστου ο Ζάχος έχει ετοιμάσει μια όμορφη έκπληξη για τα 28α γενέθλια της αγαπημένης του. Η Ελένη ξυπνάει σε ένα δωμάτιο γεμάτο κατακόκκινα τριαντάφυλλα και ένα τρυφερό γράμμα του συζύγου της στο μαξιλάρι:Αγάπη μου,
Χρόνια σου πολλά,
κάθε χρόνο σαν σήμερα ευγνωμονώ το θεό για το θαύμα της γέννησης σου. Στο σαλόνι θα βρεις κάτι μικρό μα με πολλή αγάπη από μένα για σένα , ετοιμάσου και στις 2
θα περάσω να σε πάρω.
Σ' αγαπώ
ΖάχοςΗ Ελένη, κρατώντας στο χέρι της ένα απ' τα λουλούδια της, πηγαίνει στο σαλόνι που είναι γεμάτο κουτιά με πολύχρωμα περιτύλιγματα. Το "μικρό" δώρο του Ζαχου είναι ένα πανέμορφο πράσινο φόρεμα, ένα ζευγάρι μαύρα πέδιλα, μια τσάντα και ένα χρυσό μενταγιόν. Συγκινημένη, ξεκινά την προετοιμασία για το μεσημεριανό ραντεβού τους. Όση ωρα ετοιμάζεται σκέφτεται πως μετά απ' οσα πέρασε είναι τυχερή που βρέθηκε αυτός ο άντρας στη ζωή της. Την αγαπάει, τη φροντίζει, ικανοποιεί κάθε της επιθυμία πριν καν την εκφράσει, σέβεται την οικογένεια και κάθε της ανάγκη,την πηγαίνει όμορφα ταξιδια σε μέρη που άλλες κοπέλες του χωριου της ούτε είχαν φανταστεί. Και αυτή τον νοιάζεται, τον φροντίζει, τον σέβεται ποτέ όμως δεν ένιωσε για το Ζάχο εκείνες τις πεταλούδες στο στομάχι, εκείνο τον κόμπο στο λαιμό, εκείνο το τρέμουλο στο άγγιγμά του. Μέσα της ήξερε πως αυτά μόνο για έναν άντρα τα είχε αισθανθεί και μετά την απόρριψη του η καρδιά της κλείδωσε και δε θα αφηνονταν ποτέ ξανά να τα νιώσει. Ο Ζάχος, απ' τη μεριά του, τη λάτρευε. Ζούσε και ανέπνεε για να την κάνει ευτυχισμένη. Ένιωθε, παρόλα αυτά, πως ποτέ δε θα έπαιρνε στην καρδια της τη θέση Εκείνου. Όσο και αν τον πονούσε, συμβιβαζονταν στη σκέψη πως την κοιμιζε κάθε βράδυ στην αγκαλιά του και αντίκριζε τα μάτια της κάθε πρωί που ξυπνούσε.
Οι σκέψεις της Ελένης διακόπηκαν απ' την κόρνα του αυτοκινήτου. Ο Ζάχος έφτασε και την περίμενε. Με τα ολοκαίνουρια ρούχα της, βαμμένη διακριτικά και με τις υπέροχες μπούκλες της λυμένες να στεφάνωνουν το πρόσωπό της βγήκε απ' το σπίτι. Ο Ζάχος έμεινε να τη χαζεύει, η γυναίκα του ήταν πανέμορφη. Μπήκε στο αμάξι, αντάλλαξαν ένα τρυφερό φιλί, τον ευχαρίστησε για τα δώρα και ξεκίνησαν για το εστιατόριο που της είχε κλείσει. Ένα όμορφο τραπέζι, στολισμένο με πολύχρωμα λουλούδια, δίπλα στο κύμα και ένας βιολιστής δίπλα τους να γεμίζει την ατμόσφαιρα με τις νότες του, έκαναν το σκηνικό ειδυλλιακό. Η Ελένη συγκινημένη, έπεσε στην αγκαλιά του και τον φίλησε με πάθος. Έφαγαν, ήπιαν, συζήτησαν, γέλασαν με την ψυχή τους και ούτε κατάλαβαν πως πέρασαν οι ώρες. Αγκαλιασμενοι κατευθυνόταν προς το αυτοκίνητο ανταλλασσοντας φιλιά. Ο Ζάχος ξεκίνησε να οδηγάει αλλά η διαδρομή ήταν αλλιώτικη. Όταν της αποκάλυψε πως πάνε στο χωριό της για να δει την οικογένειά της που δεν είχε καταφέρει να επισκεφτεί από τη μέρα που ήρθαν στο Βόλο, τα μάτια της έλαμψαν.
Την ίδια στιγμή σε ένα άλλο σπίτι, λίγα χιλιόμετρα μακριά, μια οικογένεια ετοιμαζόταν για το βραδινό πανηγύρι του Σωτηρος. Στην πλατεία του χωριού στήνονταν ήδη τα τραπέζια, οι σούβλες, τα βαρέλια με το κρασί και η ορχήστρα. Ο Γιάννος ήταν ενθουσιασμενος γιατί στο πανηγύρι θα έβλεπε τη Δροσούλα του και ίσως χόρευε μαζί της. Ο Μιλτιάδης αδημονούσε να δείξει σε όλο το χωριό το γιο του και την όμορφη νύφη του. Η Θεοδοσία δεν έβλεπε την ώρα να εμφανιστεί στο γλέντι στο πλευρό του αγαπημένου της συζύγου και να κλέψει τις εντυπώσεις. Ο Λαμπρος που τόσα χρόνια μακριά ειχε στερηθεί τα γλέντια του χωριού του περίμενε πως και πως να έρθει το βράδυ. Κάτι μέσα του τον έτρωγε, ένα προαίσθημα κακό.
Μα δε μπορεί, δεν είναι τίποτα.Είναι, απλώς, αυτό που νιώθω κάθε χρόνο τέτοια μέρα,τη μέρα των γενεθλίων Εκείνης. Οι αναμνήσεις των δικών μας γενεθλίων στη ρεματιά που πνίγονταν στα φιλιά, το γάργαρο γέλιο της όταν της έδινα το αυτοσχέδιο χειροποίητο δώρο μου,τα χάδια, οι αγκαλιές μας..Απ' αυτές τις σκέψεις τον έβγαλε η φωνή της Θεοδοσίας που αγχωμένη δοκίμαζε φορέματα για να διαλέξει το καλύτερο.
Αυτό το ροζ πως σου φαίνεται, αγάπη μου;
Είναι υπέροχο, όπως και συ. Δε θα μπορούν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από πάνω σου οι συγχωριανοι μας. Την πείραξε
Με τον καιρό την αγάπησε τη Θεοδοσία, αλλά με έναν τρόπο αδερφικο, φιλικό. Τη νοιαζονταν, τη φρόντιζε αλλά δεν της έδωσε ποτέ το πάθος και τον έρωτα που λαχταρουσε. Αυτά που η ίδια του χάριζε απλόχερα, λιωνοντας από έρωτα κάθε φορά που τον κοιτούσε. Αν δεν υπήρχε Εκείνη, η Θεοδοσία θα ήταν σίγουρα η ιδανική γυναίκα..
YOU ARE READING
Η ΜΟΙΡΑ 🧶
FanfictionΜια σχέση που έπρεπε να κρατήσει, διαλύθηκε. Δύο γάμοι που δεν έπρεπε να γίνουν, έγιναν. Ένα μωρό, δύο πατεράδες, πολλοί νεκροί και πάνω απ' όλα ο έρωτας,ο ανυπέρβλητος και απόλυτος.