~Θα μου πεις τελικά ποια είναι η έκπληξη;;Πού πάμε;;
~Στη ρεματιά μας, εκεί θέλω να περάσουμε την πρώτη μέρα του γάμου μας.
Τη φίλησε απαλά στο μάγουλο, χαμογελαστός, και σε λίγα λεπτά ήταν στο πλάτωμα που οδηγεί στο μονοπάτι της ρεματιάς. Βγήκε από το αμάξι και πήγε στο πορτ μπαγκαζ για να βγάλει την έκπληξη που του είχε ετοιμάσει, το καλάθι ήταν βαρύ και στην προσπάθεια να το σηκώσει ένας οξύς πόνος τη λύγισε. Δεν πρόλαβε να συγκρατήσει μια μικρή κραυγή πόνου που ξέφυγε απ'τα χείλη της. Ο Λάμπρος έτρεξε αμέσως πλάι της με τον πανικό ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του.
~Τι είναι κορίτσι μου; Πονάς;
~Τιποτα, μην ανησυχείς, σήκωσα απότομα το καλάθι κ με έπιασε ένας σφάχτης. Καλά είμαι,μην ανησυχείς.
~Αχ βρε Ελένη, αχ Ελένη. Μια φορά να μη ζητήσεις τη βοήθεια κάποιου, όλα μόνη σου. Πόσες φορές έχουμε πει να προσέχεις;
~Ελα, καρδιά μου, έγινε και πέρασε, μην ασχολείσαι. Δε θέλω να χαλάει η διάθεσή μας. Πάρε το καλάθι μας και πάμε, είπε ναζιαρικα ξέροντας πως δε μπορεί να της αντισταθεί ούτε να της θυμώσει.
Έφτασαν στη σπηλιά τους, η φύση τριγύρω ήταν στα καλύτερα της. Πρωτομαγιά, πολύχρωμα λουλούδια είχαν ανθίσει μέχρι τις όχθες του ποταμού. Στις πλαγιές, τα χόρτα κάλυπταν όλες τις αποχρώσεις του πράσινου. Ο γλυκός ήχος του ποταμού που κελαρυζε ανενόχλητο έφτανε σα μελωδία στα αυτιά τους. Η πλάση όλη ευωδιαζε. Ήταν αδύνατο να μείνεις ασυγκίνητος.
Έβγαλε από το καλάθι μια καρό κουβέρτα και την άπλωσε καταχαμα, στην είσοδο της σπηλιάς. Κάθισαν αγκαλιασμενοι να απολαύσουν την ομορφιά της φύσης. Κάθισε πίσω της για να στηρίζει το κορμί της με το δικό του. Αυτή χωμένη στην αγκαλιά του, με το κεφάλι ριγμένο στο στήθος του άκουγε τους χτύπους της καρδιάς του και ένιωθε πως αγαπούσε αυτόν τον άνθρωπο, σε κάθε κύτταρο του εαυτού της. Οι μπούκλες της είχαν απλωθεί στο στέρνο του, τις χάιδευε απαλά και η μυρωδιά των μαλλιών της που απλώνονταν τον σαγήνευε. Δεν ήξερε τι τον μάγευε παραπάνω, οι μυρωδιές της φύσης ή το άρωμα εκείνης που τον μεθούσε για πάνω από 20 χρόνια; Άγγιξε απαλά το περίγραμμα του προσώπου της και τα χέρια του γλίστρησαν στο λαιμό της. Γύρισε το κεφάλι της για να τον δει. "Φίλα με" ψιθύρισε και ένιωσε αμέσως τα χείλη του να βυθίζονται στα δικά της. Αφού χόρτασε τη γεύση της, έβγαλε από το καλάθι το μικρό τρανζιστορακι και έψαξε τον αγαπημένο τους σταθμό.
~Βαλε μου κάτι να ακούσω, κάτι από σένα για μένα,κάτι μόνο για μας, αγάπη μου.
Περιπλανώμενος στις ραδιοσυχνότητες, άκουσε την εισαγωγή από ένα τραγούδι της Σοφίας Βέμπο που του άρεσε. Αυτό ναι, αυτό ήταν για τη γυναίκα της ζωής του. Σταθεροποίησε το σταθμό και με προσοχή τη σήκωσε όρθια για να χορέψει μαζί της τον πρώτο τους χορό. Άφησε το κορμί της στα χέρια του, ακολούθησε τις κινήσεις του σώματος του χωρίς να ξεκολλάει στιγμή από πάνω του. Τα λόγια του τραγουδιού τους συνεπήραν, ένωσαν τα χείλη τους σε ένα ατέρμονο φιλί..
ВЫ ЧИТАЕТЕ
Η ΜΟΙΡΑ 🧶
ФанфикΜια σχέση που έπρεπε να κρατήσει, διαλύθηκε. Δύο γάμοι που δεν έπρεπε να γίνουν, έγιναν. Ένα μωρό, δύο πατεράδες, πολλοί νεκροί και πάνω απ' όλα ο έρωτας,ο ανυπέρβλητος και απόλυτος.