Έτρεχε σαν τρελός στα στενά του χωριού, πέρασε από όλα τα σπίτια της ευρύτερης οικογένειας αλλά η Ευγενία ήταν άφαντη. Μπήκε στο καφενείο ιδρωμενος και ταλαιπωρημένος. Δε μπορούσε να αντιμετωπίσει τον πόνο της γυναίκας του.
-Τη βρήκατε;
-Όχι Ελένη, αλλά θα τη βρούμε καρδιά μου, μην ανησυχείς.
-Να μην ανησυχώ; Που κοντεύει μεσάνυχτα και ένα εξάχρονο παιδί αγνοείται; Ακούς τι λες; Το παιδί μου, το κορίτσι μου. Πού είναι Λάμπρο; Πες μου.
Έκλαιγε και έτρεμε συγκορμη,την τράβηξε πάνω του με δύναμη προσπαθώντας να την ηρεμήσει.
-Αυτη φταίει Λάμπρο, αυτή φταίει για όλα. Δε θα μου τη γλιτώσει.
-Ποια καρδιά μου, τι λες;
-Η Ζωή, αυτή έβαλε τους μαρκαδόρους στη σακα του παιδιού μας. Επίτηδες. Αυτή η σκύλα. Την είδε η μικρή της Ανθούλας αλλά φοβόταν το παιδάκι να πει την αλήθεια για να μην τα βάλει μαζί της.
Την έπιασε δυνατά από τους ώμους και την τράνταξε. Ήθελε να δει το πρόσωπο της, τα μάτια της. Να σιγουρευτεί ότι άκουσε σωστά. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του αλλοιώθηκαν όταν αντικρυσαν το βλέμμα της. Η γυναίκα έκαιγε ολόκληρη, έβραζε από θυμό. Ένιωσε την οργή της να τον διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Η Ζωή ξεπέρασε κάθε όριο. Έτρεμε στη σκέψη πως αιτία για όλα αυτά ήταν το πάθος της δασκάλας για τον ίδιο και η απόρριψη του.
-Μιλα. Πες κάτι.., είπε παρακαλετα η γυναίκα του.
-Δεν ξέρω τι να πω, κορίτσι μου. Φοβάμαι ότι χάνω τα λογικά μου με όλα αυτά. Μονο να βρεθεί το κορίτσι μας. Μόνο αυτό τίποτα άλλο δε θέλω αυτή τη στιγμή. Να βρούμε το παιδί και μετά όλα θα μπουν στη θέση τους, όπως πρέπει.
-Αν έχει πάθει κάτι, αν.., σχεδόν συλλαβιζε μέσα στους λυγμούς της.
-Τιποτα δε θα έχει πάθει, τίποτα καρδιά μου. Κάπου έχει κουρνιάσει. Θα τη βρούμε.
Ο Μιλτιάδης έφερε λίγο τσίπουρο για να ζεστάνει το γιο του που πάγωσε τόσες ώρες στους δρόμους. Ήπιαν ένα ποτηράκι και οι τρείς τους και ένιωσαν τα σωθικά τους να καίνε.
Λίγο πριν την αφήσει πάλι για να συνεχίσει το ψάξιμο, μια γνώριμη φωνή στην είσοδο του καφενείου τους έκανε να γυρίσουν.
-Λενιώ, δάσκαλε, εδώ είστε. Σας ψάχνω παντού.
-Τι έγινε Σοφουλα; Πού γυρνάς μέσα στη νύχτα με το μωρό στην αγκαλιά;
CITEȘTI
Η ΜΟΙΡΑ 🧶
FanfictionΜια σχέση που έπρεπε να κρατήσει, διαλύθηκε. Δύο γάμοι που δεν έπρεπε να γίνουν, έγιναν. Ένα μωρό, δύο πατεράδες, πολλοί νεκροί και πάνω απ' όλα ο έρωτας,ο ανυπέρβλητος και απόλυτος.