Η ζωή είναι στιγμές

829 18 0
                                        

Τέλη Γενάρη 1960

Οι επόμενες μέρες κύλησαν ήρεμα. Ο Λάμπρος αποδέχτηκε την παρουσία της Θεοδοσίας στο σπίτι ως αναγκαίο κακό,ήλπιζε ότι κάποια στιγμή θα έβρισκε δουλειά και θα έφευγε από το σπίτι. Μέσα του είχε βάλει ένα χρονικό όριο, ήθελε μέχρι να γεννηθεί το μωρό να έχει ξεμπερδέψει μαζί της. Δεδομένου ότι η Ελένη θα γεννούσε κοντά στο Μάιο και το διαζύγιο ήθελε περίπου 1, 5 μήνα, ο Μάρτιος ήταν η τελευταία της διορία. Αγνοούσε ότι για εκείνη δεν είχε τελειώσει τίποτα, στο μυαλό της ο Λάμπρος ήταν ο πλανεμενος άντρας της που έκανε ένα λάθος και θα ξαναγύρναγε κοντά της. Εχθρός της ήταν μόνο η Ελένη.
Ο Ζάχος όσο έβλεπε την Ελένη να φουσκώνει και να μην έχουν έντονες συγκρούσεις μεταξύ τους ένιωθε αισιόδοξος και δυνατός. Πίστευε ότι η εγκυμοσύνη θα τη λογικευε, σιγά σιγά θα ξεχνούσε τις ατυχές στιγμές τους και θα την γύρναγε ξανά στην αγκαλιά του. Η Ελένη έκανε υπομονή. Έχει χωρίσει το χρόνο της σε κουτάκια και έσβηνε κάθε κουτάκι που κατακτούσε. Το πιο σημαντικό της κουτάκι ήταν η γέννα, περίμενε πως και πως τη στιγμή που θα κρατούσε επιτέλους στην αγκαλιά της το σπλάχνο της και τη μέρα που θα έπαιρνε στα χέρια της το πολυπόθητο πόρισμα για την πατρότητα του μωρού. Το πιο σύντομο κουτάκι της ήταν η συμπλήρωση του έκτου μήνα της κύησης, σε 2-3 μέρες. Κόντευαν 20 μέρες που δεν είχε βγει από το σπίτι, περνούσε το χρόνο της κυρίως στο κρεβάτι. Αυτό ήταν πρωτόγνωρο για μια γυναίκα γεμάτη ζωή που όλα περνούσαν πάντα από τα χέρια της. Η απραξία σε συνδυασμό με την έλλειψη του Λάμπρου που τον συναντούσε μόνο στο σπίτι για λίγο όταν έλειπε ο Ζάχος την είχαν τρελάνει. Για κακή τους τύχη σε όλο αυτό το διάστημα ο άντρας της δεν είχε καμία βραδινή υπηρεσία. Δεν κατάφεραν ποτέ να μείνουν μόνοι τους για παραπάνω από ένα μισάωρο. Δεν προλάβαιναν καν να μιλήσουν. Όλη αυτή η κατάσταση της προκαλούσε έντονο εκνευρισμό και έφτιαχνε με το μυαλό της ακραία σενάρια.
Μόλις σχόλασε πήγε τρεχάτος στο σπίτι της να τη δει για λίγο. Ο Ζάχος είχε άδεια όλο το Σαββατοκύριακο και έτσι δεν είχαν καταφέρει να βρεθούν καθόλου. Μόλις άνοιξε την πόρτα, πετάχτηκε από τη θέση της και βρέθηκε στην αγκαλιά του. Τον φιλούσε με λαχτάρα και απόγνωση στα μάτια, στα μάγουλα στα χείλη και τον εσφιγγε πάνω της.
~Λάμπρο, επιτέλους, επιτέλους, έλεγε διαρκώς μέσα στις ανάσες της.
~Εδώ είμαι θησαυρε μου, εδώ. Δε σ' αφήνω απ' την αγκαλιά μου.
Τη χαιδευε και έτριβε το κορμί της με τα χέρια του για να ζεστάνει την παγωμένη καρδιά της. Αφού την ηρέμησε την πήρε στην αγκαλιά του και κάθισαν στο τραπέζι.
~Πώς είσαι καρδιά μου; Έγινε κάτι, γιατί έχεις τόση ένταση;
~Τι άλλο να γίνει; Κοντεύω να τρελαθώ Λάμπρο, δεν έχω βγει ούτε ως την αυλή 3 βδομάδες, σε βλέπω με το σταγονόμετρο, 2 μέρες δε σε είδα σταλιά. Δεν είμαι καλά, έχουν σπάσει τα νεύρα μου.
~Το ξέρω, κορίτσι μου, είναι πολύ δύσκολο αυτό που περνάς. Λίγη υπομονή ακόμα, ψυχή μου, να σε δει ο γιατρός την Πέμπτη και να πει ότι όλα είναι καλά.
~Θέλω να πάμε μαζί. Να σαι πλάι μου.
~Και γω το θέλω κοριτσάκι μου, αλλά ξέρεις πως δε γίνεται.
Έπεσε πάνω του και έκλαιγε με λυγμούς. "Δεν αντέχω άλλο, δεν αντέχω". Ένιωσε ανήμπορος, άχρηστος. Η γυναίκα της ζωής του βασανιζονταν και αυτός δε μπορούσε να της προσφέρει τη λύτρωση που τόσο λαχταρουσε. Την έκρυψε στην αγκαλιά του και με το τρυφερό άγγιγμα του προσπάθησε να μαλακώσει την αντάρα της ψυχής της.
~Καρδούλα μου, πες μου, σήμερα πως νιώθεις; Νιώθεις αρκετά δυνατή για μια μικρή βόλτα;
~Ναι, ψέλλισε απορημένα.
~Ωραία, το βραδάκι μόλις σκοτεινιασει θα έρθω να σε πάρω να πάμε μια βόλτα με το αμάξι.
Τον αγκάλιασε με ευγνωμοσύνη και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του. Άφησε τη γλώσσα της να εξερευνήσει το στομα του δίνοντας της έτσι πνοή και οξυγόνο.
~Θα μείνεις απόψε εδώ; Έχει υπηρεσία., είπε σχεδόν παρακλητικα.
~Φυσικά ψυχή μου, σου υποσχέθηκα πως δε θα αφησουμε καμία ευκαιρία να μαστε μαζί να πάει χαμένη.
~Να σου ψήσω έναν καφέ, θα μείνεις λίγο;
~Θα μείνω, μάτια μου.
Είχε τόσες δουλειές στο σχολείο που έπρεπε να γίνουν αλλά δε μπορούσε να της χαλάσει χατίρι. Η αδυναμία και η θλίψη της τον τσακιζαν. Την πήρε ξανά στην αγκαλιά του και ήπιε το καφεδάκι που του ετοίμασε. Της είπε τα νέα του σχολείου θελοντας να της δωσει λίγη χαρά και γέλιο με τις αταξίες των μικρών θηριων.
~Αυτό θέλω ψυχή μου, να μου γελάς και να λάμπει το προσωπάκι σου. Κάθε μέρα που δεν το καταφέρνω αυτό είναι μια αποτυχημένη μέρα. Φιληθηκαν για ώρα με πάθος χωρίς να ξεκολλάνε τα κορμιά τους. Έφυγε και ανανέωσε το ραντεβού τους για λίγες ώρες μετά.
Μόλις νύχτωσε πήγε στο σπίτι της, τον περίμενε σα Θεό. Ντυμένη από ώρα κοιτούσε με νευρικότητα από το παράθυρο πότε θα στρίψει η κούρσα. Μπήκε στο σπίτι και έμεινε να τη χαζεύει. Φορούσε ένα σκούρο κόκκινο φόρεμα που της ήταν πια αρκετά στενό διαγράφοντας έντονα τις καμπύλες, το στήθος και την κοιλιά της. Η Δροσω της είχε κάνει τα μαλλιά μπούκλες που της πήγαιναν πολύ. Το έντονο κοκκιναδι στα χείλη την έκανε ακόμα πιο θελκτικη. Την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε απαλά στα χείλη.
~Ψυχή μου, είσαι πανέμορφη της ψιθύρισε ενώ τη βοηθούσε να φορέσει το παλτό της.
Τα μάτια της έλαμπαν αφήνοντας πίσω τους τη σκοτεινιά τόσων ημερών. Τον ακολούθησε στην κούρσα και αφέθηκε στα χέρια του. Σκόπευε να την πάει σε ένα μικρό ύψωμα λίγο έξω από τη Λάρισα, στο λόφο του Φρουρίου που μπροστά του απλώνονταν όλα τα φώτα της πόλης. Όση ώρα οδηγούσε της έριχνε κλέφτες ματιές να χορτάσει την όμορφη εικόνα της και δεν έχανε ευκαιρία να την αγγίζει. Ήταν ήρεμη και χαρούμενη, πρώτη φορά μετά από μέρες.
Εφτασαν στον προορισμό τους και την έβγαλε έξω από το αυτοκίνητο. Ακουμπισμενοι πλάι πλάι στο καπό του αυτοκινήτου, ένωσαν τα κορμιά τους σε μια ζεστή αγκαλιά και χάζευαν τα φώτα της πόλης. Της έδειχνε από ψηλά όλα τα γνωστά σημεία υπό το φως της νύχτας.
~Έχω κάτι για σένα, που νομίζω θα σ' αρέσει.
Τον κοίταξε απορημένη καθώς την άφησε και κατευθύνθηκε στο αμάξι. Γύρισε με ένα κουτί ζαχαροπλαστειου, μέσα είχε δύο γενναία κομμάτια μηλόπιτα και μπόλικη σαντιγί που την είχε εντυπωσιάσει στο Πήλιο. Το πήρε λαίμαργα στα χέρια της αφήνοντας ένα γλυκό φιλί στα χείλη του. Την ανέβασε στο καπό και αγκαλιασμενοι σφιχτά έτρωγαν από το κουτί τη γλυκιά λιχουδιά. Έφαγε με όρεξη το κομμάτι της γεμίζοντας σαντιγί τα χείλη, το πηγούνι μέχρι και τη μύτη της. Την κράτησε από τη μέση και με τη γλώσσα του την καθάρισε αφήνοντας στο προσωπάκι της μικρά υγρά φιλιά. Άφησε το κουτί στο αυτοκίνητο, ήπιαν νερό και τότε μόνο θυμήθηκε πως δεν είχε βάλει μουσική. Συντόνισε το ραδιοφωνο σε έναν τοπικό σταθμό, στήριξε το σώμα του στο καπό και την έφερε μπροστά του. Η πλάτη της βολεύτηκε μέσα στην αγκαλιά του. Το πρόσωπο του χώθηκε στα μαλλιά της, μύριζε αχόρταγα το άρωμα τους γεμίζοντας τα πνευμόνια του από εκείνη. Την κρατούσε σφιχτά στα χέρια του μπλέκοντας τα δάχτυλά του με τα δικά της.
~Σου άρεσε, καρδούλα μου, το γλυκό;
~Μμμμμ, πολύ. Τρώω συνέχεια και έχω γίνει σα γουρούνα, Λάμπρο, δε με χωράνε τα ρούχα μου. Σε λίγο δε θα χωράω ούτε στην αγκαλιά σου, αν θα θες ακόμα να με αγκαλιάσεις έτσι όπως έχω γίνει.
~Ειιι, τι λόγια είναι αυτά; Λενιω μου, είσαι πιο όμορφη από ποτέ, λάμπει το πρόσωπό σου, τα μαλλιά σου είναι μεταξένια.
~Για τα υπόλοιπα δε λες τίποτα, που είμαι σα μπαλόνι. Δες την κοιλιά, το στήθος, τη λεκάνη μου.
~Μμμμ, το στήθος σου, μωρό μου, είναι καλύτερο από ποτέ. Με κόπο κρατιέμαι κάθε φορά για να μη με περάσεις για λιγουρη.
Γέλασε με την ψυχή της, παρασύροντας και το Λάμπρο στο γέλιο της.
~Λάμπρο..
~Τι 'ναι;
~Σ' έχω ήδη περάσει, είπε γελώντας ακόμα πιο δυνατά.
~Ώστε έτσι ε; Τώρα θα δεις κυρία Σταμιρη..
Τη γύρισε προς τη μεριά του και χώθηκε λαίμαργα στο λαιμό της δαγκωνοντας και ρουφωντας κάθε σπιθαμή του. Το γάργαρο γέλιο της και το τράνταγμα του κορμιού της συνεπήρε και το μικρό ανθρωπάκι που τους θύμισε την παρουσία του με μια δυνατή κλοτσιά.
~Σσσσσσς, του έκανε πονηρά με το δάχτυλο στο στόμα.
~Σσσσσσς, της απάντησε και αυτός συνωμοτικα.
Χαιδεψε τα μαλλιά της και βόλεψε το κεφάλι της στην καμπύλη του λαιμού του. Ρουφουσε τη μυρωδιά του κορμιού του και ηρεμουσε η ψυχή της.
~Σ' αγαπάω, ψυχή μου, σ' αγαπάω και σε θέλω σαν τρελός. Σε σκέφτομαι και σε ποθώ πιο πολύ και από τα νιάτα μας. Νιώθω μικρός μπροστά στο θαύμα που έχεις μέσα σου, σου είμαι ευγνώμων για αυτό που ζω μαζι σας, έστω και κάτω από αντίξοες συνθήκες.
Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, φίλησε τρυφερά το μέτωπο της και πέρασε τα χέρια του μέσα από το παλτό της τυλιγοντας με ζεστασιά το κορμί της. Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε μέσα στα μάτια, τα δάκρυα τους ενώθηκαν. Πρώτη φορά μετά από καιρό ήταν δάκρυα χαράς, λύτρωσης και όχι πόνου.
~Σ' αγαπάω άγγελε μου, σ' αγαπάω από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου. Κάθε μέρα και πιο πολύ. Ζω και αναπνέω επειδή υπάρχεις.
Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και ένωσε παθιασμένα τα χείλη της με τα δικά του. Τον φιλούσε επιτακτικά και απόλυτα δαγκωνοντας τα χείλη του.
Μια μελωδία στο ραδιόφωνο τον συνεπήρε, άπλωσε το χέρι του στο αμάξι και δυνάμωσε τον ήχο.
~Άκου, ζωή μου, αυτό το τραγούδι είναι για μας.
Την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του, ένωσαν τα κορμιά τους τόσο έντονα που ένιωθαν τους χτύπους των καρδιων τους. Τη σήκωσε ψηλά, πάτησε τα πόδια της πάνω στα δικά του και τη χόρεψε απαλά κάτω από το φως των αστεριών. Κόλλησαν τα χείλη τους σε ένα ατέρμονο φιλί. Στις κοφτές αναπνοές τους ψιθυριζαν ο ένας στον άλλον τους στίχους του τραγουδιού.

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Donde viven las historias. Descúbrelo ahora