Εφιάλτης

766 20 3
                                    

Κόντευε 5 η ώρα όταν η Δρόσω άνοιξε δειλά την πόρτα της κρεβατοκαμαρης.
~Λενάκι μου, ξύπνα, πέρασε η ώρα, πρέπει να πάμε στην εκκλησία για την παράκληση και τον εσπερινό. Έχω υποσχεθεί και στον παπά - Γρήγορη να τον βοηθήσω λίγο να συμμαζέψει.
~Δρόσω μου, πήγαινε εσύ και θα έρθω και εγώ πιο μετά. Θα περιμένω να γυρίσει ο Ζάχος και να με φέρει με την κούρσα. Δε νιώθω πολύ καλά για να περπατήσω τόσο πολύ.
~Γιατί αδελφούλα μου; Πονάς κάπου; Γι' αυτό δεν έχεις σηκωθεί από το κρεβάτι τόσες ώρες;
~Όχι αγάπη μου, μην ανησυχείς, απλώς το μωρό είναι πολύ ανήσυχο, κινείται έντονα σήμερα και με πιέζει πολύ, άλλοτε στο διάφραγμα και άλλοτε χαμηλά.
Τη φίλησε γλυκά στο μέτωπο και τη σκέπασε καλά με την κουβέρτα της.Έφυγε βιαστικά γιατί είχε ήδη αργήσει στο ραντεβού τους με την Ασημινα.
Οι πόνοι ήταν όντως έντονοι, αλλά αυτό που βάραινε περισσότερο την Ελένη ήταν η αντάρα της ψυχής της. Η οργή που την επνιγε το μεσημέρι είχε πια παραδώσει τη θέση της στη θλίψη και την απογοήτευση.

Στο Σεβαστέικο, ο Νικηφόρος βρίσκονταν για μια ακόμα φορά απέναντι στον πατέρα και τα αδέρφια του. Το θέμα ήταν γνωστό, τα χωράφια της Σταμιρη που είχαν γίνει η εμμονή των Σεβαστών. Ο Σέργιος με το γνωστό ειρωνικό του ύφος, ανακατεμένο με μπόλικο κρασί, τον περιγελουσε πως ήταν πια ένας Σταμιρης, αδύναμος να επιβληθεί στη γυναίκα του και τις αδερφές της. Η φιλονικια τους διακόπηκε από ένα τηλεφώνημα. Ο Ζάχος Λυκογιαννης, μην έχοντας άλλο τρόπο να επικοινωνήσει με τη γυναίκα του, πήρε τηλέφωνο στην οικογένεια της αδερφής της. Ενημέρωσε το Νικηφόρο πως λόγω έκτακτης επιφυλακής δε θα μπορούσε να φύγει από το στρατόπεδο το βράδυ και τον παρακάλεσε να το μηνύσει στην Ελένη. Ο Νικηφόρος έκλεισε το τηλέφωνο και ξεκίνησε για το εκκλησάκι, να βρει τη γυναίκα του και να ενημερώσει τα κορίτσια. Η βιασύνη του προκάλεσε τη χλευη του μεγάλου του αδερφού. Του δημιούργησε όμως και μια χυδαία και αποκρουστική επιθυμία. Από καιρό λαχταρουσε τις αδερφές Σταμιρη, την άγρια ομορφιά της ανυπότακτης μεγάλης και την αψεγάδιαστη πορσελανινη φιγούρα της μικρής. Το γεγονός ότι απόψε τα δύο κορίτσια θα ήταν μόνα στο σπίτι ενεργοποίησε τα κτηνώδη ένστικτα του και έφτασε το Σέργιο ως την πόρτα τους για να τις περιμένει.

Ο Λάμπρος έκλεισε τα μάτια του, καθιστός, κάτω από μια λευκα, στη ρεματιά. Ένα αποκρουστικό όνειρο τον έκανε να πεταχτεί έντρομος και καθιδρος.

Ήταν, λέει, στη ρεματιά
και αγναντευε τη θέα όταν ξαφνικά το νερό του ποταμού έγινε κατακόκκινο. Γύρισε και είδε ένα μικρό κοριτσάκι, ήταν δεν ήταν 2 ετών, γεμάτο αίματα που με απλωμένα τα χεράκια του τον καλούσε σε βοήθεια. Χωρίς δεύτερη σκέψη πηδηξε μέσα στο ποτάμι και προσπάθησε να το πιάσει. Τα ρούχα του και τα χέρια του γέμισαν αίματα. Μόλις το πλησίαζε το κοριτσάκι απομακρυνονταν. Σε ένα απότομο πλατωμα του ποταμού άγγιξε τα δαχτυλακια του και το τράβηξε κοντά του. Έχασε, όμως, την ισορροπία του, έπεσε και η μικρή γλίστρησε από το χέρι του. Άκουγε μόνο τις κραυγές της να αντιλαλουν στη ρεματιά.
~Μπαμπαααααα, φοβάμαι,που είσαι; Δε σε βλέπω..

Η ΜΟΙΡΑ 🧶Où les histoires vivent. Découvrez maintenant