Το κορμί του είχε παγώσει από το κρύο, το μυαλό του ήταν θολωμένο από το αλκοόλ. Σκεφτόταν μόνο, εκείνον να την πλησιάζει, να την αγγίζει, να λέει "παιδί του" το δικό του παιδί. Έκλεισε το κεφάλι μέσα στο δυο του χέρια για να κάνει τις σκέψεις να σωπάσουν. Παραπατωντας στο σκοτάδι , έχασε την ισορροπία του και έπεσε πάνω σε ένα σωρό από ξύλα πλάι στο στάβλο της Ελένης. Από το χτύπημα το χέρι του ματωσε ξανά. Κάθισε για λίγο μέσα στο στάβλο για να ξεκουραστεί και να ηρεμήσει. Η κούραση της έντονης ημέρας τον παρέδωσε γρήγορα σε ένα γλυκό ύπνο.
Τα χαράματα της επόμενης ημέρας η Δρόσω ξύπνησε νωρίς για να προλάβει όλες τις δουλειές πριν σηκωθεί η Ελένη. Τάισε τις κοτουλες τους και κατευθύνθηκε προς το στάβλο για να βάλει φαγητό στο άλογο της αδερφής της. Μια κόκκινη λωρίδα αίματος την πανικοβαλε, προσχώρησε διστακτικά προς το σημείο και είδε το Λάμπρο να κοιμάται κουλουριασμενος ανάμεσα στα άχυρα. Πριν προλάβει να αντιδράσει άκουσε την πόρτα του σπιτιού να ανοίγει και το Ζάχο να κατεβαίνει τη σκάλα. Έτρεξε γρήγορα προς το μέρος του για να μην έρθει κοντά και δει το Λάμπρο. Τον χαιρέτησε και του υποσχέθηκε πως θα φροντίζει την Ελένη όσο θα λείπει. Μόλις σιγουρευτηκε ότι απομακρυνθηκε γύρισε στο Λάμπρο, να τον ξυπνήσει και να τον συνεφέρει. Πετάχτηκε πάνω στο άγγιγμα της. Ούτε που θυμόταν πως έφτασε ως εκεί. Τον είδε ταλαιπωρημενο, με τα ρούχα του γεμάτα αίματα, ακόμα είχε πάνω του τη μυρωδιά του αλκοόλ. Τον βοήθησε να σηκωθεί, χωρίς ερωτήσεις και απορίες από σεβασμό στην κατάσταση του. Υποβασταζομενο τον έφτασε ως τα σκαλοπάτια τους και του πρότεινε να ανέβει για να πλυθεί και να περιποιηθει τον εαυτό του. Δε θέλησε να την ακολουθήσει για να μην ταράξει την Ελένη. Η αγάπη του για κείνη δεν υπολόγισε το αλάθητο ένστικτο της ερωτευμένης γυναίκας. Διαισθανθηκε πως κάτι του συνέβη, όλη τη νύχτα κάτι μέσα της την έτρωγε. Πριν προλάβει να φύγει, εκείνη βγήκε στο κατώφλι.
~Δρόσω, Λάμπρο τι συμβαίνει; Γιατί στέκεστε εκεί;
Γύρισαν προς το μέρος της, είδε τα αίματα στα ρούχα και βγάζοντας μια δυνατή κραυγή ξεχυθηκε στη σκάλα. Ορμηξε στην αγκαλιά του με δάκρυα στα ματιά.
~Αγάπη μου, τι έγινε; Τι έπαθες; Ποιος στο κανε αυτό;
Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή ενώ άγγιζε απελπισμένα το πρόσωπο και τα μαλλιά του. Δεν ξεκολλουσε από πάνω του.
~Ηρέμησε, κορίτσι μου, δεν είναι τίποτα. Χτύπησα το χέρι μου και μάλλον ξανάνοιξε η πληγή.
Τον τράβηξε από το άλλο χέρι και τον ανέβασε επάνω. Η Δρόσω έφερε στο τραπέζι μια λεκάνη με νερό, πανιά και επίδεσμο. Τα άφησε εκεί και με μια πρόφαση πήγε στο δωμάτιό της για να τους αφήσει μόνους. Κάθισε πλάι του και αφαίρεσε τους παλιούς επιδεσμους, καθάρισε σχολαστικά την πληγή και το ξανατυλιξε προσεκτικά. Φίλησε το χέρι του στοργικά και το κράτησε μέσα στα δικά της.
~Πώς το έπαθες; Μαλωσες με κανέναν;
~Όχι καρδιά μου, χτύπησα κατά λάθος στη ντουλάπα, έσπασε ο καθρέφτης και με έκοψε. Αυτό είναι όλο.
~Κατά λάθος; Μάλιστα, κατάλαβα. Όπως προχτές που κοπανισες τον τοίχο και έσπασες την κρεμάστρα. Γιατί καρδιά μου; Εσύ δεν ήσουν έτσι; Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;
~Μην ανησυχείς, τίποτα δεν έγινε. Απλώς εκνευρίστηκα και έχασα τον έλεγχο.
~Με εμένα, με τη Θεοδοσία, με ποιον;
~Όχι με σένα, ματάκια μου, εσύ είσαι η ευτυχία μου,είπε χαιδευοντας απαλά το πρόσωπό της. Είχα έναν καβγά με τη Θεοδοσία, αυτό είναι όλο.
~Γιατί Λάμπρο , γιατί; Σου ζήτησα να μην της πεις τίποτα.
~Δε γινόταν κορίτσι μου, η κατάσταση ξέφυγε, δεν αντέχω άλλο το ύφος της και την ειρωνεία της. Έχω ξεπεράσει τα όρια μου.
Τον λυπήθηκε, της φάνηκε εξαντλημένος, αδύναμος. Κράτησε το πρόσωπο του με τα χέρια της και τον φίλησε τρυφερά στα χείλη. Το φιλί της του έδινε οξυγόνο, την κράτησε κι αυτός στην αγκαλιά του και τη γευτηκε μέχρι που σώθηκε η ανάσα τους.
~Πάω να φτιάξω δυο καφεδάκια και κάτι να φάμε.
Την κοιτούσε καθώς απομακρυνονταν γεμάτος αγάπη. Μόνο αυτή η γυναίκα ημερωνε την ψυχή του. Γύρισε, ακούμπησε το δίσκο στο τραπέζι και πριν προλάβει να καθίσει την τράβηξε απαλά και την κάθισε στα πόδια του.
~Λάμπρο, πώς βρέθηκες στο σπίτι τέτοια ώρα; Ήσουν εδώ από το βράδυ, έτσι δεν είναι;
~Πώς το ξέρεις;
~Το ένιωσα, ένιωσα ότι ήσουν κάπου εδώ κοντά, ότι δεν ήσουν καλά. Δε μπορούσα να ανασανω. Από κείνη την ωρα έμεινα ξάγρυπνη.
Την έσφιξε στην αγκαλιά του ψιθυριζοντας της ξανά και ξανά πόσο πολύ την αγαπάει.
~Αν κρίνω από τη μυρωδιά που έχει μείνει ως τώρα πάνω σου, ήπιες πολύ. Μέθυσες και ήρθες ως εδω. Πού σε βρήκε η Δρόσω;
~Ναι Ελένη, ήπια πολύ, μέθυσα και με βρήκε στο στάβλο να κοιμάμαι. Δεν είμαι καλά και ούτε ξέρω πως συγκράτησα τον εαυτό μου χτες και δεν ανέβηκα πάνω. Τι κατάλαβες τώρα που τα άκουσες;;
Έκρυψε το πρόσωπο του στην αγκαλιά της. Γιατί, ψυχή μου; Εσύ είσαι δυνατός, πάντα ήσουν,ψιθυριζε όση ώρα χαιδευε στοργικά τα μαλλιά του.
~Λενιω, να σε ρωτήσω κάτι;, είπε κρυμμένος στον κόρφο της.
~Ναι αγάπη μου, οτι θες.
~Νιώθεις κάτι για το Ζάχο; Δε λέω να είσαι ερωτευμένη, κάτι, οτιδήποτε.
Δεν τολμούσε να την κοιτάξει. Σήκωσε με το χέρι της το πρόσωπό του και τον κοίταξε μέσα στα μάτια.
~Αυτό σε βασανίζει, καρδιά μου; Ποτέ δεν ένιωσα τίποτα για το Ζάχο. Ούτε έρωτα, ούτε πόθο, ούτε πάθος, ούτε επιθυμία. Σεβασμό και αγάπη ναι. Αλλά μια αγάπη διαφορετική, σαν αυτή που νιώθεις για κάποιον δικό σου άνθρωπο που εκτιμάς. Ακόμα και αυτά τα συναισθήματα, όμως, χάθηκαν όταν ήρθες, και κυρίως μετά τη συμπεριφορά του απέναντι μου.
~Δε νιώθεις τίποτα όταν σε φροντίζει, όταν ξαπλώνει πλάι σου, όταν αγγίζει την κοιλιά σου;
~Όχι Λάμπρο, δε νιώθω τίποτα. Ίσως λύπηση και ντροπή κάποιες φορές. Τίποτα παραπάνω. Μη με προσβάλλεις, ψυχή μου, δεν είμαι τόσο φτηνή, να πλαγιαζω ταυτόχρονα με δυο άντρες και να έχω αισθήματα και για τους δυο. Μόνο εσύ υπάρχεις για μένα.Πάντα εσύ υπήρχες και ήταν λάθος μου που δεν το αναγνώρισα νωρίτερα και έκανα αυτό το γάμο.
~Συγγνώμη, συγγνώμη ζωή μου, συγγνώμη. Ποτέ δεν αμφισβήτησα την ηθική σου ή τα αισθήματα σου για μένα. Αλλά είναι φορές που με τυφλώνει η ζήλια. Σκέφτομαι όλα αυτά που αυτός απολαμβάνει πλάι σου και τρελαίνομαι.
Τη φιλούσε στα χείλη, στα μαλλιά, στο λαιμό, στο πρόσωπο ζητώντας της συγχώρεση. Έκρυψε το πρόσωπο του στην αγκαλιά της επαναλαμβανοντας του πόσο πολύ τον αγαπάει. Όταν τον ένιωσε να ηρεμεί στα χέρια της σήκωσε το κεφάλι του και σκούπισε απαλά τα δάκρυα από τα μάτια του. Τον φίλησε ξανά και έμειναν να κοιτάζονται.
~Μη μου θυμώνεις, κορίτσι μου. Σε παρακαλώ.
~Δε θυμώνω, σε καταλαβαίνω. Το ίδιο νιώθω και γω Λάμπρο. Είναι φορές που νιώθω το κορμί μου να παραλύει απ' τη ζήλια.
~Ζήλια για ποιον, καρδιά μου;
~Για τη Θεοδοσία. Ζηλεύω που σε έχει πλάι της, που σε αγγίζει οπότε θέλει, που σε φροντίζει, σε περιποιείται, σε χαζεύει το βράδυ όταν κοιμάσαι. Έχει όλα αυτά που εγώ ονειρεύομαι μια ολόκληρη ζωή και όσα θα έδινα και τη ζωή μου για να τα ζήσω έστω μια μέρα.
~Σώπα, ψυχή μου,σώπα. Δεν είναι έτσι, πάνε μήνες που κοιμόμαστε χώρια, τις περισσότερες φορές δεν τρώω καν μαζί τους στο τραπέζι, δε με δένει τίποτα απολύτως μαζί της. Στο ορκίζομαι.
Τύλιξε τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό του και τρύπωσε στην αγκαλιά του. Πήρε μια φέτα αλειμμενη με βούτυρο και μέλι και την τάισε τρυφερά. Την κοιτούσε να τρώει λαίμαργα το ψωμί και η καρδιά του γέμιζε αγάπη. Κάθε μέρα που περνούσε την ερωτευονταν ξανά από την αρχή. Πήρε στα χέρια της το μικρό φλυτζανακι και το φέρε στα χείλη του. Γευτηκε τον καφέ της χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω της.
Είχε μια παιδικότητα αυτή η γυναίκα που τον μαγευε.
Είχε μια καθαρότητα στο βλέμμα αυτός ο άντρας που ένιωθε ότι μπορούσε να εμπιστευτεί στα χέρια του όλη της τη ζωή.
Όσο ήταν απορροφημενοι στο να χαζεύουν και να αγγίζουν ο ένας τον άλλον, το μικρό πλασματακι ξύπνησε και έδωσε το παρόν με μια δυνατή κλοτσιά στη μάνα του που τρανταξε και το χέρι του Λάμπρου που βρίσκονταν πάνω στην κοιλιά της. Γέλασαν και οι δυο με το μικρό θαύμα και αγκαλιάστηκαν σφιχτά.
3 ψυχές, 2 σώματα, 1 αγκαλιά.
Η ώρα πάλι πέρασε, έπρεπε να πάει στο σχολείο. Σηκώθηκε από τα πόδια του και του εσιαξε λίγο τα ρούχα και τα μαλλιά. Θα πέρναγε από το σπίτι του να πάρει ένα πανωφορι και κατευθείαν στους μαθητές του. Τη φίλησε γλυκά στα χείλη με ένα φιλί που ξεκίνησε τρυφερό και κατέληξε οδοστρωτήρας. Τον πήγε μέχρι την πόρτα και τον χάζευε καθώς κατέβαινε τη σκάλα. Γύρισε πίσω και την κοίταξε, στην πόρτα να χαϊδεύει τη φουσκωμένη της κοιλιά και να τον αποχαιρετάει.
Αυτό ήταν ευτυχία, αλλά γιατί σ' αυτούς ερχόταν με το σταγονόμετρο;;;
Μετά το σχολείο θα περνούσε μια βόλτα από τα χωράφια της. Με τις εξελίξεις, δεν πρόλαβε να ρίξει στα κτήματα της τη στάχτη που μάζεψε όλο το 12 ήμερο για γούρι και καλή σοδειά. Για να ναι σίγουρος πως δε θα πάρει τους δρόμους στην κατάσταση της ανέλαβε να το κάνει αυτός. Ήταν απορροφημενος στη δουλειά και δεν πήρε είδηση τον ξάδερφο του που πλησίαζε. Ο Σέργιος κοντοσταθηκε και τον κοίταζε. Τελείωσε το μοίρασμα της στάχτης και ακούμπησε νοσταλγικά στο δέντρο που την πρωτοφιλησε πριν λίγους μήνες. Ήταν τόσο συγκινημένος που νόμιζε ότι νιώθει ξανά τη γεύση του φιλιού της.
~Τι έγινε ξάδερφε; Της κάνεις και τις δουλειές τώρα;
~Τι θες εσύ εδώ; Φύγε.
~Μην αρπάζεσαι ρε, κουβέντα κάνουμε. Δε μου λες ρε δάσκαλε, τόσο καλό κρεβάτι σου κάνει η Σταμιραινα που έγινες και αγρότης για χάρη της;
~Βουλωστο, δεν ξέρεις τι λες.
~Έλα ρε, μη θυμώνεις. Έχω ακούσει πως οι γκαστρωμενες τρελαινονται απ' τις ορμόνες και τα δίνουν όλα στο πηδημα. Κανόνισε με ρε να περάσω και γω καμιά μέρα από κει να με περιποιηθει.
Τα λόγια και το θράσος του τον έκαναν έξαλλο, ορμησε πάνω του σαν άγριο θηρίο.
~Δε θα την ξαναπιάσεις στο στόμα σου ρε αλήτη, το κατάλαβες;
~Τι έγινε ρε Λαμπρουκο, σου θιξαμε το πουτανακι σου;;, του απάντησε γελώντας με κείνο το αποκρουστικό σαρδονιο γέλιο του.
Πριν τελειώσει τη φράση του ένιωσε το χέρι του Λάμπρου στο πρόσωπό του. Η πρώτη μπουνιά έφερε την επόμενη και κατέληξαν στο έδαφος να χτυπιούνται χωρίς έλεος. Τα αίματα πεταγοταν δεξιά και αριστερά νωτιζοντας τα χώματα. Αφού ικανοποίησε το νταηλίκι του, σηκώθηκε τρεκλιζοντας.Στραφηκε προς το Λάμπρο που ήταν ακόμα στο έδαφος και του είπε ορισμένα: "Πες το πουτανακι σου να μας πουλήσει τα χωράφια γιατί η υπομονή μας τελείωσε, την επόμενη φορά δε θα μαι τόσο ήρεμος. Πρώτα θα την καβαλησω να τη χόρτασω και ύστερα θα μου τα δώσει ." Έφτυσε απαξιωτικά στο έδαφος και έφυγε.
Το κορμί του πονούσε αφόρητα. Είχε δώσει αλλά είχε λάβει και αρκετές. Δε μπορούσε να σηκωθεί από το χώμα. Αίματα και λάσπες είχαν γίνει ένα πάνω του. Για καλή του τύχη, ο επιστάτης της Ελένης, ο Φανουρης περνούσε εκείνη την ώρα για τον καθιερωμένο του έλεγχο. Είχε μαζέψει ένα καλάθι χόρτα και πράσα που άρεσαν στην Ελένη και ήθελε να της τα πάει. Παραξενευτηκε όταν είδε το Σέργιο να φεύγει χτυπημένος και οργισμένος. Πλησίασε και είδε το Λάμπρο στο χώμα. Τον βοήθησε να σηκωθεί και αμέσως κατάλαβε ότι οι δύο άντρες είχαν πιαστεί στα χέρια.
~Τι χάλια είναι αυτά δάσκαλε;; Τι δουλειά είχες να πιαστείς μ' αυτό το κάθαρμα;
~Έπρεπε Φανουρη, έπρεπε κάποιος να του βάλει όρια.
~Κοίτα πως σε κατάντησε ρε Λάμπρο. Έλα σήκω να σε πάω σπίτι σου.
~Όχι Φανουρη, δε μπορώ να πάω σπίτι μου σε αυτή την κατάσταση.
~Και τι θα κάνεις; Θα μείνεις εδώ; Έλα, σήκω, να σε πάω σπίτι μου. Η Μερόπη με τη μικρή λείπουν, είναι στην αδερφή της στον Τύρναβο που παντρεύεται αύριο, και γω θα παω απόψε. Το σπίτι θα ναι άδειο. Μείνε εκεί, ε;
~Σ' ευχαριστώ Φανουρη, είπε και υποβασταζομενος κατάφερε να φτάσει ως το μικρό ζεστό σπιτάκι του Φανουρη. Δεν είχε κουράγιο ούτε να κουνηθεί. Ξάπλωσε δίπλα στο τζάκι όση ώρα ο Φανουρης του έριχνε ξύλα για να ζεστάνει το χώρο και τον ενημέρωνε για το φαγητό που είχε αφήσει η Μερόπη στο τσουκάλι.
Πριν φύγει για τον Τύρναβο πέρασε από το σπίτι της Ελένης να τους αφήσει τα χόρτα. Βρήκε μόνη τη Δρόσω, η Ελένη ήταν ξαπλωμένη. Τον ευχαρίστησε και του έδωσε ένα μπαξισι για το γάμο που είχαν ετοιμάσει με τις αδερφές της. Ανέφερε στη Δρόσω το περιστατικό με τους δύο άντρες και κανείς τους δε μπορούσε να βγάλει άκρη. Η Δρόσω μιλούσε χαμηλόφωνα για να μην την ακούσει η αδερφή της και ταραχτει. Όσο και αν προσπάθησε ήταν αδύνατο. Η Ελένη λες και είχε καμπανάκι που την ειδοποιούσε όταν άκουγε το όνομά του πετάχτηκε από το κρεβάτι και βρέθηκε κοντά τους.
~Τι λέτε εσείς εκεί σιγανά; Χτυπήθηκαν ο Λάμπρος με το Σέργιο;
~Ναι κυρά μου, στα χωράφια σου, τρόμαξα να τον συνεφερω.
~Γιατί, σου πε το λόγο;
~Όχι Λενιω μου.
~Τώρα που είναι, σπίτι του;
~Δεν ήθελε να τον δουν σε αυτή την κατάσταση, τον πήγα στο φτωχικό μου. Θα ναι μόνος του εκεί να ησυχάσει, εμείς θα μαστε στο προγαμο απόψε.
~Εντάξει Φανουρη μου, πάνε τώρα στην οικογένειά σου, μη σε κρατάμε άλλο.
Δεν πρόλαβε να κλείσει η πόρτα πίσω της και χώθηκε στην καμαρη της, φόρεσε ένα φόρεμα που βρήκε μπροστά της, πήρε το παλτό της και βγήκε έξω.
~Ελένη που πας; Έχεις τρελαθεί; Δεν πρέπει να σηκωθείς απ' το κρεβάτι.
~Δρόσω ασε με, να χαρείς. Είναι μόνος του και χτυπημένος, είναι δυνατόν να κάτσω εδώ σα να μη συμβαίνει τίποτα;;;
~Κορίτσι μου, θα ρθει ο Ζάχος σε λίγο.
~Δε με νοιάζει, πες του ότι με πήρε ο Φανουρης στο γάμο. Πες ότι θες.
Άρπαξε κάτι βαζάκια που είχε στο κομοδίνο της και έφυγε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Το πείσμα της το Σταμιρεικο και ο έρωτας της για το Λάμπρο ήταν πάνω απ' όλα.
Λίγα λεπτά μετά εξουθενωμενη χτυπούσε την πόρτα του Φανούρη.
~Άνοιξε μου Λάμπρο, η Λενιω είμαι.
Δεν πίστευε στα αυτιά του, πώς έκανε τέτοια τρελά και πήγε ως εκεί; Συρθηκε με κόπο ως την πόρτα και της άνοιξε. Πριν προλάβει να πει λέξη έπεσε ορμητικα στην αγκαλιά του. Τον χαιδευε και τον φιλούσε παντού σαν τρελή ενώ τα δάκρυα της δε σταματούσαν να τρέχουν.
Αγόρι μου, καρδιά μου, ψυχή μου την άκουγε να λέει μες στους λυγμούς της.Την κράτησε στην αγκαλιά του προσπαθώντας να την ηρεμήσει. Η στενή επαφή τους πονούσε στα χτυπημένα σημεία αλλά δεν τον ενδιέφερε τίποτα άλλο πέρα από το να την καθησυχάσει. Αφού το κατάφερε, την απομάκρυνε για λίγο από την αγκαλιά του και της καθάρισε το πρόσωπο από τα μαλλιά.
~Τι έκανες κορίτσι μου; Είπαμε να μη μετακινηθείς και συ ήρθες στην άλλη άκρη του χωριού;
~Θα ερχόμουν με τα πόδια και στην άλλη άκρη της γης για να σε φροντίσω, του απάντησε και χώθηκε ξανά στην αγκαλιά του.
~Αχ Ελένη, αχ Ελένη, πρόλαβε να πει πριν του κλείσει τα χείλη με τα δικά της.
Τον άγγιξε απαλά σε όλο του το σώμα μετρώντας τις πληγές του. Κάθε μορφασμος πονου της ματωνε την ψυχή.
~Πώς το κανες αυτό; Πες μου. Τι δουλειά είχες να πιαστείς στα χέρια μ' αυτό το κάθαρμα;
~Ήταν η κακία στιγμή, άστο δεν έχει σημασία.
~Αλήθεια; Δεν έχει; Έχω γιατί νομίζω πως έχει; Τι δουλειά είχε αυτός στα χωράφια μου; Τι σου είπε και σε έβγαλε εκτός εαυτού;
~Ήρθε να με προκαλέσει, Λενιω μου, όπως έκανε από πάντα. Μην ασχολείσαι, σε παρακαλώ. Έλα λίγο εδώ να σε δω, κάθισε να ξεκουραστείς που περπατησες τόσο.
Υπάκουσε και κάθισε μαζί του, πλάι στο τζάκι. Τον πήρε στην αγκαλιά της και τον φίλησε τρυφερά στο μέτωπο.
~Άσε με να δω τις πληγές σου, έχω φέρει σπαθολαδο που φτιάξαμε με την κυρά Δέσπω, θα σου τις γειανει αμέσως.
Τράβηξε δίπλα της μια λεκάνη με νερό και κάτι γάζες που άφησε εκεί ο Φανούρης. Ξεκουμπωσε το πουκάμισο και το παντελόνι του και του τα αφαίρεσε πολυ προσεκτικά. Ήταν γεμάτα αίματα και λάσπες. Τα άφησε μπροστά στο τζάκι να στεγνώσουν.
~Σταμιρη για να με γιατροπορεψεις ήρθες ή για να με ξεμοναχιασεις;, την πείραξε.
~Σταμάτα, γιατί την επόμενη φορά που θα σε δω χτυπημένο θα σε χειρουργησω κιόλας. Δυο φορές την ίδια μέρα;; Τέτοια δε μου έκανες ούτε όταν ήμασταν 12.
~Τότε δεν προλάβαινα, καρδιά μου, έτρεχα να μαζεύω εσένα που πλακωνοσουν σαν αγρίμι.
Γέλασε με τον εκνευρισμό της και της έκλεψε δυο απανωτά φιλιά. Όχι ότι δυσκολεύτηκε κιόλας..
Του καθάρισε προσεκτικά τις πληγές, τις αλειψε απαλά με σπαθολαδο και τύλιξε με επιδεσμους τα σημεία που ήταν χτυπημένος. Τον κράτησε στην αγκαλιά της για να ακινητοποιησει το κεφάλι του και να καθαρίσει μια μεγάλη πληγή δίπλα στο μάτι. Συσπαστηκε απ ' τον πόνο, ραγιζοντας της την καρδιά. Έσκυψε, τον φίλησε απαλά στο σημείο της πληγής και τον έσφιξε πάνω της.
~Αν πάθεις κάτι θα τρελαθώ, μη μου το ξανακάνεις αυτό σε παρακαλώ.
~Συγγνώμη καρδιά μου, δε θέλω να σε ταραζω. Έχεις τόσες έγνοιες έχεις και εμένα.
~Εσύ είσαι η μόνη μου έγνοια, ψυχή μου, εσύ μόνο.
Τα δάκρυα θόλωσαν τα μάτια της και έτρεξαν πάνω του. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά, μέχρι που οι καρδιές τους συγχρονιστηκαν στον ίδιο χτύπο.
~Σ' αγαπάω, πρόσεχε τον εαυτό σου, σε έχουμε ανάγκη,του ψιθύρισε και έβαλε το χέρι του πάνω στην κοιλιά της.
~Σας λατρεύω, απάντησε και φίλησε την κοιλιά της τυλιγοντας τα χέρια του γύρω απ' το κορμί της.
Κάθισε πίσω του και στήριξε το κορμί του με το δικό της. Αλειψε τα χέρια της με ένα έλαιο λεβάντας που έφερε μαζί της και τον έτριψε απαλά στον αυχένα και την πλάτη. Το άπλωσε με μαλακές κινήσεις στα μπράτσα και τα δάχτυλά του προσπαθώντας να χαλαρώσει το πονεμένο του σώμα και να του απαλύνει τον πόνο. Αφέθηκε στην περιποίηση της και έγειρε το κορμί του πάνω της. Πέρασε τα χέρια της μέσα στα μαλλιά του και του έκανε απαλό μασάζ στο κεφάλι. Έτριψε κυκλικά τους κροτάφους του με τις άκρες των δαχτύλων της και τον εσφιξε στην αγκαλιά της γεμίζοντας το πρόσωπό του με φιλιά.
~Νιώθεις λίγο καλύτερα;
~Μμμμ, αν είναι να μου κάνεις τέτοια θα παίζω ξύλο κάθε μέρα.
Σηκώθηκε απ' τη θέση της δήθεν θυμωμένη. Την τράβηξε απαλά από το χέρι και την έφερε δίπλα του. Κόλλησε το κορμί της στο δικό του, έφτιαξε τα μαξιλάρια πίσω τους και σκέπασε τα κορμιά τους με τις κουβέρτες.
~Λάμπρο πες μου, σε παρακαλώ, τι σου είπε και σε εκνεύρισε;Πρέπει να ξέρω. Αν μου κρατάς μυστικά πώς θα προστατευτουμε.
Είχε δίκιο, έπρεπε να ξέρει. Τουλάχιστον όσα μπορούσε να αντέξει.
~Θέλει τα χωράφια σου, καρδιά μου. Επιμένει. Του έχει γίνει εμμονή.
~Να τα ξεχάσει, είπε εκνευρισμένη. Δε μπορώ να καταλάβω τι κόλλημα είναι αυτό; Έχει τόσα στρέμματα, τι φαγώθηκε να πάρει τη γη του πατέρα μου;
Ανασηκωθηκε και την τύλιξε στην αγκαλιά του.
~Σσσσς, ησύχασε κορίτσι μου. Κανείς δε θα σε αναγκάσει να κάνεις κάτι που δε θέλεις. Είμαι εγώ εδώ, δεν είσαι μόνη σου. Θέλω να το θυμάσαι αυτό.
Του εγνεψε καταφατικά με μάτια που έλαμπαν από αγάπη και ευγνωμοσύνη.
~Λενιω μου, θέλω και κάτι άλλο.
~Ζήτα μου, καρδιά μου, ότι θέλεις.
~Θέλω να αποφύγεις κάθε συνάντηση μαζί του, ειδικά μόνη σου. Δε θέλω να βρεθείς ούτε λεπτό κοντά σε αυτό το τέρας.
~Λάμπρο γιατί το λες αυτό; Κάτι σου είπε και σε τρόμαξε, τι;
~Τίποτα, μάτια μου, δε χρειάζεται να μου πει κάτι. Δε θα μάθω τώρα ποιος είναι ο ξάδερφος μου.
~Κάτι σου είπε και δε θες να μου το πεις. Κάτι για μένα, γι αυτό έχασες την ψυχραιμία σου και τον χτύπησες. Έτσι δεν είναι;
Δεν της απάντησε, την έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά του και έμεινε ακίνητος να γεμίσει τα πνευμονία του από τη μυρωδιά των μαλλιών της. Σταμάτησε τις ερωτήσεις, ήξερε τι ήταν ο Σέργιος και τι αίσχη της έλεγε κάθε φορά που τη συναντούσε. Κατάλαβε πολύ καλά τι θα είπε στο Λάμπρο και τον έβγαλε εκτός εαυτού. Δε μίλησε. Κουρνιασε στην αγκαλιά του και άφησε το κορμί της να απολαύσει την επαφή των σωμάτων τους. Ένωσαν τα χείλη τους με πάθος και χόρτασαν ο ένας τη γεύση του άλλου. Άγγιζαν λαίμαργα τα κορμιά τους για νιώσουν ζεστασιά. Με κόπο κρατήθηκαν να μην ενωθούν, οι συμβουλές του γιατρού ήταν σαφείς. Έπρεπε για 3 εβδομάδες να προσέχει πολύ για να μη βάλει το μωρό της σε κίνδυνο. Την κράτησε στην αγκαλιά του και έκλεισαν για λίγο τα μάτια τους να χαρούν τη στιγμή. Άλλη μια κλεμμένη νύχτα στο πλευρό του. Άλλη μια στιγμή ευτυχίας μέσα στις αντιξοοτητες της ζωής τους.
~Λενιω, ξύπνα κορίτσι μου. Σε πήρε ο ύπνος, της είπε τρομαγμένος βλέποντας την ώρα. Κουνήθηκε λίγο μέσα στα χέρια του, χωρίς να ανοίξει τα μάτια και χώθηκε ακόμα πιο βαθεια στην αγκαλιά του.
~Κορίτσι μου, πέρασε η ώρα, θα σε ψάχνουν, θα χει γυρίσει ο...
~Σσσσσσς, εδώ θα μείνω, καρδιά μου, σταμάτα. Δεν πάω πουθενά. Δε σε αφήνω, κουρνιασε πάνω του και τον φίλησε απαλά στο στερνό.
~Λενιω μου, είσαι σίγουρη; Θα έχεις πάλι φασαρίες, καρδούλα μου. Να σε πάω;
~Μη με διώχνεις, φως μου. Δε φεύγω, θα μείνω στο πλευρό σου όλο το βράδυ.
Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και κοιμήθηκαν ενωμένοι, πλάι στο τζάκι.
Ξύπνησε από το φως του ήλιου που περνούσε από τις χαραμαδες. Προσπάθησε να κουνηθεί χωρίς να ξυπνήσει την Ελένη που κοιμόταν επάνω του, αλλά το σώμα του τον πρόδωσε. Μια δυνατή συσπαση στο κορμί του που διπλωθηκε από τον πόνο την ξύπνησε.
~Αγάπη μου, τι έγινε; Πονάς;
~Δεν είναι τίποτα κορίτσι μου, μόλις σηκωθώ και περπατήσω λίγο θα περάσει.
~Μείνε εδώ, δε θα πας πουθενά. Θα σηκωθώ να φτιάξω κάτι ζεστό, θα σου αλλάξω τις γάζες και θα σε βοηθήσω εγώ να σηκωθείς.
~Δεν προλαβαίνω, μάτια μου, πρέπει να πάω στο σχολείο άργησα.
Τον φίλησε τρυφερά και χαιδεψε το πρόσωπό του.
~Δε θα πας, ψυχή μου. Τα κανόνισα εγώ. Είπα στη Δρόσω να ενημερώσει το Μιλτιάδη για να μην ανησυχεί και εκείνος να πει στον παπά - Γρήγορη να σε αντικαταστήσει σήμερα.
Την αγκάλιασε με ευγνωμοσύνη. Ήταν μαγικό αυτό που συνέβαινε μεταξύ τους. Ο ένας φρόντιζε τον άλλον στις αδύναμες στιγμές του χωρίς συνεννόηση. Οι ρολοι εναλλασσονταν με αγάπη και νοιαξιμο. Έμεινε ξαπλωμένος στο μικρό οντα να τη χαζεύει καθώς κινούνταν στο χώρο. Παρά τη φουσκωμένη της κοιλιά και τις ταλαιπωρίες που είχε υποστεί το κορμί της, ήταν σαν αερικό. Μια νεράιδα που του έστειλε ο Θεός για δεύτερη φορά στη ζωή του για να τον κάνει ευτυχισμένο. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του στη θύμηση των απειλων του Σέργιου. Δε θα άφηνε κανέναν να την αγγίξει ξανά, κανέναν να μαγαρισει το σώμα και την ψυχή της. Έπιασε το βλέμμα του και δεν έχασε ευκαιρία να τον πειράξει.
~Τι έγινε Σεβαστέ;; Βλέπω ο τραυματισμός σου δε σε πτοεί ε;
Άφησε τα τσάγια μπροστά στο τζάκι, αλλά πριν προλάβει να τον σηκώσει την τράβηξε αυτός ρίχνοντας την πάνω του. Ενώθηκαν σε μια δυνατή αγκαλιά και χάθηκαν στα φιλιά και τα χάδια τους.
~Λυπήσου με, μη με βασανίζεις γιατί θα ξεχάσω και το γιατρό και τον τραυματισμό σου και τα πάντα, ψιθύρισε βαριανασαινοντας και σηκώθηκε από πάνω του. Γέλασε με την ψυχή του, βλέποντας την σε αυτή την κατάσταση. Ήπιαν το τσάι τους αγκαλιά και τσιμπολογησαν τη χόρτοπιτα που είχε η Μερόπη πάνω στον πάγκο. Ξαναείδε τις πληγές του, αλειψε σπαθολαδο, άλλαξε γάζες και τον βοήθησε να ντυθεί. Τα ρούχα του ήταν βρώμικα, αλλά τουλάχιστον στεγνά.
~Θα πάω στο χωριό να βρω το Μιλτιάδη για να μου δώσει αλλά ρούχα σου, να μην περπατάς με αυτά και σε βλέπει ο κόσμος.
~Πουθενά δε θα πας, ήδη έχεις ταλαιπωρηθεί πολύ κορίτσι μου. Θα κλείσω καλά το παλτό μου και δε θα φαίνεται τίποτα. Το μόνο που θέλω να κάνεις είναι να καθίσεις ήρεμη στην αγκαλιά μου μέχρι να φύγουμε. Θέλω να χαλαρώσουμε, να σε χορτασω, να ακούσω το μωρό μας.
~Μην το λες αυτό, Λάμπρο, σε παρακαλώ. Είπαμε να μην το θεωρούμε δεδομένο για να μην απογοητευτουμε.
Της έκλεισε τα χείλη με το χέρι του, την κράτησε ζεστά στην αγκαλιά του και ένωσαν τα χέρια τους πάνω στην κοιλιά της περιμένοντας ένα σημάδι. Το μικρό πλασματακι δεν τους απογοήτευσε, μια έντονη κίνηση από τη μια άκρη της κοιλιάς ως την άλλη, τάραξε το κορμί της Ελένης σκορπώντας χαμόγελα και ευτυχία στο φτωχικό σαλονάκι.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Η ΜΟΙΡΑ 🧶
FanficΜια σχέση που έπρεπε να κρατήσει, διαλύθηκε. Δύο γάμοι που δεν έπρεπε να γίνουν, έγιναν. Ένα μωρό, δύο πατεράδες, πολλοί νεκροί και πάνω απ' όλα ο έρωτας,ο ανυπέρβλητος και απόλυτος.