Η επιστροφή

314 35 45
                                    

Το αεροπλάνο χανόταν μες στα σύννεφα και ο άυπνος επιχειρηματίας κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Είχε πολλές σκέψεις που βασάνιζαν το μυαλό του, που πλήγωναν τον ανδρισμό του και τον έφταναν στα άκρα. Η Σαμπρίνα Μέισον ήταν μια γυναίκα από τη Νέα Υόρκη, η δεύτερη κόρη του Ρότζερ και της Λίζα Μέισον και είχε έναν αδελφό δύο χρόνια μεγαλύτερο, τον Κλέι. Στα δεκαεπτά της χρόνια το ατύχημα που έγινε η αιτία να χάσει τους γονείς τής στέρησε και τον αδελφό της, μιας και ο εικοσιεφτάχρoνος πλέον Κλέι, ήταν καθηλωμένος σε ένα αμαξίδιο και στο κρεβάτι καθώς είχε παραλύσει όλο του το κορμί εκτός από το κεφάλι του, αφού το χτύπημα που δέχτηκε στον αυχένα χρειαζόταν πολλά χρήματα και καλό ιατρικό προσωπικό για να θεραπευτεί.

Και η Σαμπρίνα αναγκάστηκε να παντρευτεί δύο επιχειρηματίες ογδόντα και εξήντα χρονών για να εξασφαλίσει τη διαμονή του στο Θέραπον, ένα ίδρυμα που φιλοξενούσε ανθρώπους με κινητικά προβλήματα. Αναγκάστηκε να κάνει πολλά η Σαμπρίνα για να κρατήσει στη ζωή τον αδελφό της αφού αυτό το ρεμάλι, ο Στιβ Κάμπελ, την είχε μετατρέψει σε πόρνη πολυτελείας για να κάνει τα καπρίτσια του ενώ της πετούσε ψίχουλα για να φροντίζει τον Κλέι.

Ήθελε να σταματήσει να αισθάνεται μίσος, θυμό, απογοήτευση και να αφεθεί, εξάλλου το είχε πάρει απόφαση, για τους επόμενους δύο μήνες θα έπρεπε να ζήσει στο πλευρό της για να μην χάσει την περιουσία του, αλλά κι εκείνη δεν τον βοηθούσε ιδιαίτερα. Δεν έλεγε όλη την αλήθεια και προσπαθούσε να κρύψει τα πάντα για να προστατεύσει τον αδελφό της, λες και ο Μορέλι θα έκανε ποτέ κακό σ' έναν νέο άνθρωπο που χρειαζόταν βοήθεια.

Και αυτό έκανε, τη βοήθησε αλλά δε θα της το έλεγε ποτέ. Δεν υπήρχε λόγος να αλλάξει το μίσος που ένιωθε εκείνη, εξάλλου σε εξήντα μέρες ο καθένας θα έπαιρνε τον δρόμο του και θα ήταν ελεύθερη να πάρει τις αποφάσεις της όπως θα έκανε και ο ίδιος.

«Πόσα έμαθες για 'μένα;» τον ρώτησε άξαφνα χαζεύοντας έξω από το παράθυρό της τα σύννεφα.

«Τίποτα περισσότερο απ' όσα μου είπες εσύ», απάντησε και ακούμπησε πίσω στο κάθισμα το κεφάλι του με τα μάτια του επιτέλους να κλείνουν. Είχε να κοιμηθεί από εκείνο το βράδυ. Ίσως να φοβόταν και να μην ήθελε να το παραδεχτεί ή ίσως οι πολλές σκέψεις δεν τον άφηναν να χαλαρώσει.

Η Σαμπρίνα γύρισε και τον κοίταξε και, δίχως δεύτερη σκέψη, ορμώμενη από τις ζαλάδες που εμφανίστηκαν ξαφνικά στη ζωή της, ακούμπησε το κεφάλι της πίσω στο κάθισμα και γύρισε στην πλευρά του, φέρνοντας το χέρι της πάνω στο στήθος του. Αν της συνέβαινε κάτι σοβαρό, θα ήθελε έστω να κάνει την προσπάθεια να νιώσει για λίγο όμορφα, κι εκείνη τη στιγμή δε χρειαζόταν τίποτα άλλο πέρα από την αγκαλιά του. Ο Άντονι ένιωσε το άγγιγμά της και δε μίλησε αλλά ούτε κουνήθηκε, την άφησε να αισθάνεται τους απαλούς χτύπους της καρδιάς του.

ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟOnde histórias criam vida. Descubra agora