.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
Έχουν περάσει τρείς μέρες από τότε που μίλησα με τον Erwin.
Οι προπονήσεις πάνε καλά. Η ζωή κυλάει ήρεμα.
Αγχώνομαι λίγο γιατί σε μια εβδομάδα είναι η εκστρατεία. Ειναι η πρώτη μου φορά έξω από τα τείχη και παρόλο που αγχώνομαι ταυτόχρονα ανυπομονώ.Είναι μεσημέρι και σε λίγο θα πάω στην τραπεζαρία. Σκέφτομαι να κάτσω με την παρέα μου σήμερα. Δεν με πειράζει και η ομάδα μου, απλά νιώθω πιο οικεία με την κανονική μου παρέα.
Διασχίζω μόνη μου τον διάδρομο. Το μόνο που ακούγεται είναι μόνο το τακούνι από τις μπότες μου που χτυπιέται στο πάτωμα και αφήνει πίσω έναν ρυθμικό αντίλαλο. Μακάρι αυτή η ησυχία να κρατούσε για πάντα...
Δυστυχώς έφτασα έξω από την πόρτα της τραπεζαρίας και τα αυτιά μου θα πρεπει να αντιμετωπίσουν την φασαρία. Το στομάχι μου από την άλλη δεν θα αντέξει οπότε θα του κάνω τη χάρη και θα μπω μέσα.
Ησυχία. Δεν είναι κανείς εδώ. Γιατί δεν είναι κανείς εδώ?
"Oi"
Γύρισα να δω ποιος είναι.
Α μάλιστα."Τι κάνεις εσύ εδώ?", Ρώτησα.
"Tch. Εγώ θα έπρεπε να σε ρωτάω αυτό. Που είναι η γιαγιά σου?", Ρώτησε ο άνδρας με τα κατάμαυρα, γυαλιστερά μαλλιά.
"Γιατί θα έπρεπε να είναι εδώ η γιαγιά μου?", Τον ρώτησα πίσω.
"Tch", έκανε και πήγε προς τον πάγκο.
"Σήμερα είναι η μέρα επισκέψεων. Οι στρατιώτες θα πάνε να δουν τις οικογένειες τους. Θα έπρεπε κι εσύ να είχες φύγει ή έστω να ερχόταν ή γιαγιά σου εδώ...", είπε καθώς ετοίμαζε το γνωστό μαύρο τσάι που πίνει ίσως και εκατό φορές μέσα την μέρα.
Παρακολούθησα τις κινήσεις του για λίγο κι έπειτα συνέχισα.
"Λοιπόν... Δεν είχα ενημερωθεί για κάτι τέτοιο... Θα ήθελα όμως με κάποιο τρόπο να έρθει εδώ πέρα.", Την τελευταία πρόταση την είπα κάπως ψιθυριστά ώστε να μην με ακούσει.
"Κανονίστηκε.", Τον άκουσα να λέει.
"Huh?"
"Δεν μπορούμε να την φέρουμε σήμερα μιας και το ανέφερες τελευταία στιγμή, αλλά σε δύο ημέρες θα είναι εδώ.", είπε και με κοίταξε αφού το φλιτζάνι του είχε γεμίσει μέχρι την κορυφή με το σκουρόχρωμο υγρό.
Όσο μου μιλούσε εγώ παρακολουθούσα τις κινήσεις των χεριών του και αφότου τελείωσε παρατήρησα ότι το βλέμμα του είχε πέσει πάνω μου. Μου έφερε έναν χτύπο. Παρόλο που πριν μέρες με είχε κάνει να ανακατεύομαι με την παρουσία του, δεν ξέρω γιατί ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται ξανά. Ελπίζω να είναι από την πείνα τουλάχιστον...
Ακολούθησε μια ησυχία που ήταν αρκετά άβολη. Δεν μπορώ να καταλάβω τι σκέφτεται ή ποια θα είναι η επόμενη του κίνηση. Θέλω να φύγω, να τρέξω στο δωμάτιο μου. Και αυτό θα κάνω.
"Εγώ να πηγαίνω", είπα και κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Λίγο πριν γυρίσω τελειώς το πόμολο για να ανοίξει η πόρτα-
"Περίμενε."
CZYTASZ
Our Story (LevixOC)
Fanfiction"Αου γαμώ.." "Τρία λεπτά ακόμα και θα είσαι καλά πάρε βαθιές ανάσες.", μου έλεγε υποστηρικτικά. Ήμασταν σε επικίνδυνα κοντινή απόσταση και αυτό δεν βοηθούσε καθόλου. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά από τον πόνο και επειδή ήταν αυτός εδώ, δέκα εκατο...