Κεφάλαιο 1

1.2K 62 11
                                    

Σουρουπώνει. Ποτέ δεν είχα ξανακάτσει μέχρι τέτοια ώρα έξω με τον Τέο. Ήμασταν αγκαλιασμένοι με τα χέρια μας πλεχτά και εγώ ακουμπούσα το κεφάλι μου στον ώμο του. Κοιτάγαμε από τον λόφο τον ήλιο να δύει. Η στιγμή ήταν απίστευτα ρομαντική, για αυτό και δεν πρόκειται να την ξεχάσω. Τι πιο όμορφο να κάθεσαι με τον άνθρωπο που αγαπάς και να παρακολουθείς το ηλιοβασίλεμα; Ακριβώς, τίποτα. Είναι μοναδικά όλα. Δημιουργείς τις δικές σου αναμνήσεις.

Ήταν η τελευταία μας μέρα μαζί. Θα έφευγε. Ήταν η τελευταία μέρα που ζούσε. Όχι κυριολεκτικά, μην ανησυχείτε, δεν εννοούσα ότι θα πέθαινε. Απλά με αποκαλεί ζωή του και πηγαίνοντας να ζήσει αλλού είπε ότι δεν θα ζούσε χωρίς εμένα, απλά θα υπήρχε. Ξέρετε κάποιοι απλά υπάρχουν, δεν ζουν πραγματικά. Έτσι το παρομοίωσε κι αυτός.

Έχω να πω ότι οι καλύτερες αναμνήσεις που έχω είναι μαζί του. Χωρίς να θέλω να φανώ μελοδραματική, μα είναι αλήθεια, τον αγαπάω πολύ και δεν έχω ιδέα τι θα κάνω όταν φύγει.

Μια επιδρομή στα παλιά. Ο Τέο κι εγώ είμαστε από μικρά μαζί. Είμαστε γείτονες. Κάναμε πολλή παρέα, ναι γιατί αρέσαμε ο ένας στον άλλον. Δεν ισχυριστήκαμε ποτέ πως ήμασταν κολλητοί ή κάτι τέτοιο, βασικά ούτε καν φίλοι λέγαμε ότι είμαστε, απλά και μόνο δυο γνωστοί. Βέβαια αυτό δεν ίσχυε. Μετά το σχολείο γυρνάγαμε μαζί σπίτι. Δίναμε αγκαλιές ο ένας στον άλλον και ψιθυρίζαμε σ'αγαπώ πριν πούμε 'καλό μεσημέρι' και πάει ο καθένας σπίτι του. Ποτέ δεν παραδεχτήκαμε τα αληθινά συναισθήματά μας μέχρι την στιγμή που δημιουργήθηκε μια σκηνή ζηλοτυπίας. Θέλετε περιγραφή σωστά; Εντάξει. Να μωρέ το παιδί ζήλεψε γιατί μίλαγα με ένα αγόρι το οποίο είχε πέσει καταλάθος πάνω μου, και ξέρετε όπως και στα παραμύθια και στα ρομαντικά βιβλία, συναντήθηκαν τα μάτια μας κοιταζόμασταν (έχω να πω ότι είναι αρκετά όμορφος, μα μια θέση κατώτερη από αυτή που κατέχει ο Τέο, στην καρδιά μου) και ενώ συζητάγαμε με το παιδί ήρθε και με 'πιασε να μου μιλήσει. Στο σχολείο, εκεί που ούτε 'γειά' δεν λέμε. Τον πείραξε πολύ. Άρχισε να μου μιλάει και να μου μιλάει, όταν εγώ τελικά έφτασα σε σημείο να μην απαντάω, απλά να τον κοιτάω με ένα ψυχρό βλέμμα περιμένοντας να αντιδράσει. Και αντέδρασε. Για την ακρίβεια αντέδρασε και με το παραπάνω. Αρχικά σταμάτησε απότομα την λογοδιάρροιά του, μετά με έπιασε από τους γοφούς. Κι εγώ χωρίς να ξέρω τι να κάνω και έκπληκτη, κοκάλωσα. Με έφερε κοντά του σε απόσταση αναπνοής. Με κοίταξε στα μάτια και μετά επεξεργάστηκε το περίγραμμα των χειλιών μου, αφού δάγκωσε τα δικά του αργά (και βασανιστικά ναι), με ξανακοίταξε στα μάτια με ένα βλέμμα που δεν είχα ξαναντικρίσει ποτέ μου. Σοβαρό και γλυκό συγχρόνως. Ύστερα με έπιασε από τον αυχένα όσο πιο ευγενικά και μαλακά θα μπορούσε κάποιος. Οι πεταλουδίτσες εκρύχτηκαν στο στομάχι μου. Και τελικά έγυρε και με φίλησε, έβαλε όλη την αγάπη του μέσα καθώς και όσο πάθος δεν είχε ξαναδείξει ποτέ του, για να μην μιλήσω για τα γυαλιστερά κόκκινα χείλη του τα οποία είχαν τόσο μαλακιά υφή, και η γεύση τους ήταν τόσο μοναδική, γλυκιά. Να μην ξεχάσουμε όμως και το γεγονός ότι με φίλησε μπροστά σε ολόκληρο το σχολείο!

Η δύναμη της αγάπης σουWhere stories live. Discover now