Κεφάλαιο 3

466 38 5
                                    

Η πόρτα του δωματίου μου ήταν κλειστή αλλά παρ' όλα αυτά η μυρωδιά από ό,τι κι αν μαγείρευαν στην κουζίνα, δεν δίσταζε να μην εξαπλωθεί και στο χώρο του δωματίου μου. Μόνο από την μυρωδιά σου έτρεχαν τα σάλια, πράγμα που δεν με κράτησε ούτε λεπτό παραπάνω στο κρεβάτι μου.

Κοιτάχτηκα λίγο στον μεγάλο καθρέφτη που στόλιζε το τοίχο πίσω από την πόρτα του δωματίου μου και αφού χτένισα τα μαλλιά μου βγήκα από το δωμάτιο. Είχα την διαίσθηση πως κάποιος με περίμενε στη κουζίνα και ήλπιζα να ήταν ο Τέο. Τον φαντάστηκα να στέκεται στο μάτι της κουζίνας με το τηγάνι στο χέρι και να μου φτιάχνει τηγανίτες. Έδιωξα τις σκέψεις μου από το μυαλό μου γιατί ήδη μου έλειπε πάρα πολύ και δεν ήθελα να νομίζουν πως κάτι έχω και να μου αρχίσουν τις ερωτήσεις.

Πριν καν το καταλάβω βρισκόμουν στο χώρο της κουζίνας και κοίταγα ακόμα το πάτωμα απορροφημένη στις σκέψεις μου, καθώς ήμουν πριν από λίγο. Σήκωσα το κεφάλι μου για να αντικρίσω ποιός μαγείρευε και βρήκα τον Τέο με μια βερμούδα και ένα φανελάκι να τηγανίζει γυρισμένος πλάτη σε 'μένα. Ήταν πολύ λογικότατο να σοκαριστώ επιτόπου. Άρχισα να παίρνω κοφτές ανάσες εξαιτίας του θεάματος και το μυαλό μου πλημμύρισαν εκατομμύρια απορίες. Πως μπορούσε να στέκεται εκεί και να μαγειρεύει στο ίδιο μου το σπίτι; Όλη η υπόλοιπη οικογένειά μου πού ήταν; Και γιατί έπρεπε να φορέσει αυτό το ριμάδι το φανελάκι που επιδείκνυε με αυτόν τον τρόπο τα γυμνασμένα του μπράτσα; Όχι πως η βερμούδα έκρυβε κάτι. Οι γάμπες του ήταν στη τσίτα. Κι εγώ ήμουν με ένα σορτς (πολύ κοντό) και μια κολλητή μπλούζα η οποία είχε λίγο παραπάνω άνοιγμα από όσο θα έπρεπε, και φανέρωνε λίγο παραπάνω το στήθος μου, κάτι εξίσου κακό αφού ήταν τούμπανο από μόνο του, και η μπλουζίτσα δεν καλυτέρευε τα πράγματα.

Τελικά ο Τέο γύρισε να βάλει τις τηγανίτες στο πιάτο που είχε μάλλον βγάλει από το ντουλάπι και με είδε να στέκομαι κοκαλωμένη στην άκρη της σκάλας. Με περιεργάστηκε για λίγο και μετά χαμογέλασε πονηρά. Μόλις καταλάβα που κοίταξε ανέβασα λιγάκι την μπλούζα μου αντανακλαστικά.

- "Καα...λημέρα, υποθέτω." Είπα.

- "Καλημέρα Άλεξ." Απάντησε φορώντας ένα πανέμορφο χαμόγελο. "Πιθανών να θες μια εξήγηση για όλα αυτά έτσι δεν είναι;"

- "Εεε.. νομίζω πως ναι, θα ήταν πολύ καλή!" Είπα και κάθισα σε μία από τις καρέκλες.

- "Πήρα τηλέφωνο σπίτι σου για να ρωτήσω αν είχες ξυπνήσει και το σήκωσε ο πατέρας σου. Μιλήσαμε λίγο και μου είπε αν θέλω να περάσω γιατί θα έφευγαν και η μητέρα σου δεν είχε πάει για ψώνια, οπότε να πήγαινα να σου έπερνα κάτι να φας. Το καλύτερο που σκέφτηκα ήταν να αγοράσω τηγανίτες. Μου είχες αναφέρει ότι τις λατρεύεις, έτσι είπα γιατί όχι; Όταν έφτασα στο μίνι μάρκετ σκέφτηκα μήπως σου έκανα καμιά έκπληξη και εφοδιάστηκα από ό,τι βλέπεις τριγύρω σου..."

Η δύναμη της αγάπης σουWhere stories live. Discover now