Η Νάσια σηκώθηκε από το κρεβάτι ημίγυμνη.
"Έχεις τίποτα στο ψυγείο? Θα κάνω κάτι να φάμε"
"Όχι, δεν πεινάω" είπε ο Οδυσσέας και ανασηκώθηκε στο κρεβάτι.
"Να βάλω κάτι να πιούμε? Καφέ, χυμό?"
"Κοίτα... Νάσια" έκανε έναν πρόλογο και αναστέναξε.
"Θέλω να είμαι ξεκάθαρος. Αυτά που σου είπα χθες τα εννοούσα"
"Οκευ κατάλαβα. Θες να φύγω" σήκωσε από το πάτωμα τα ρούχα της τσαντισμένη και άνοιξε την πόρτα του δωματίου.
"Δεν θα πάθεις τίποτα αν πιούμε μαζί ένα ποτήρι καφέ" του είπε απότομα και βγήκε στο σαλόνι να ντυθεί, πριν φύγει.
Ο Οδυσσέας ανακάτεψε τα χρυσαφί μαλλιά του και μπήκε να κάνει ένα δροσερό ντους.
Όταν γύρισε στο δωμάτιο του να ντυθεί, έπεσε το βλέμμα του πάνω στην κιθάρα του και είδε το πρόσωπο του Μάνου μπροστά του.
Μετέφερε το βλέμμα του αλλού, ντύθηκε και πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει κι εκείνος οδηγούσε στον περιφερειακό προς κάπου ήσυχα.
Το παράθυρο του ελαφρά ανοιχτό αφού είχε λίγο κρύο λόγω της εποχής, το τσιγάρο στα χείλη του και η μουσική δυνατά.
Έφτασε σε έναν χωματόδρομο με λίγη βλάστηση.
Περπάτησε λίγα μέτρα και κάθισε στο κιόσκι.
Έκλεισε καλά το μπουφάν του και ρούφηξε μια τζούρα από το δεύτερο τσιγάρο του, όσο κοίταζε τη θέα μπροστά.
Οι αναμνήσεις έπεσαν βροχή.
Τα μάτια του βούρκωσαν όμως τα αγνοούσε για να φύγουν. Έσφιξε τις γροθιές και τα χείλη του και προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άσχετο.
Τι να κάνει τώρα?... Είναι στο Λονδίνο?
Ο Μάνος κατέβηκε από τη μηχανή του, έβγαλε το κράνος του και χτένισε τα μαύρα του μαλλιά.
Άνοιξε την πόρτα ενός μπαρ και μπήκε μέσα με το κράνος στο χέρι του μαυροντυμένος.
Μερικά μάτια έπεσαν πάνω του. Κάποια για λίγο και κάποια άλλα επίμονα.
"Oh my God. Look at that guy" μίλησε μια νεαρή γυναίκα με σοκολατί χρώμα δέρματος και έντονη βρετανική προφορά.
Η ξανθιά, με ανοιχτό χρώμα δέρματος φίλη της, συμφώνησε όσο τον έτρωγαν με τα μάτια τους.