Μετά από χιλιάδες ερωτήσεις του Οδυσσέα για το αν είναι καλά ο Μάνος, κάθισαν στο κρεβάτι του νοσοκομείου δίπλα δίπλα με τα πρόσωπα τους γυρισμένα το ένα προς το άλλο.
"Πώς ήξερες που να έρθεις;" αναρωτήθηκε ο Μάνος.
"Με ρώτησε ένας άντρας στον διάδρομο αν σε ψάχνω και μου είπε σε ποιο δωμάτιο είσαι"
"Α, ο James" απάντησε χαλαρά και αδιάφορα, με το βλέμμα του Οδυσσέα να σοβαρεύει απότομα.
"Ο ποιος;"
"Είναι ο αστυνόμος που με έλυσε στην αποθήκη. Ήρθε να μου πάρει κατάθεση"
Ο Οδυσσέας είχε ένα σοβαρό ύφος στο πρόσωπο του, αλλά δεν ήταν το σοβαρό του θυμού. Ήταν το σοβαρό της ζήλειας.
"Δηλαδή αυτός σε έσωσε;" τα μελί μάτια του Μάνου στράφηκαν πάνω στα πράσινα του, όταν θυμήθηκε κάτι.
"Εσύ κάλεσες την αστυνομία, ε;" ρώτησε χαμηλόφωνα με μια μελαγχολία, και για μια στιγμή η ζήλια του Οδυσσέα κατευνάστηκε.
"Πώς το κατάλαβες;"
"Το κατάλαβα. Δεν ξέρω τι θα είχε γίνει αν δεν τους είχες καλέσει. Όπως και να έχει... σου χρωστάω τη ζωή μου" τον κοίταζε μέσα στα μάτια, και ο Οδυσσέας ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά, αλλά δεν άντεξε να μην ρωτήσει.
"Σε μένα και στον James, ε;"
Ο Μάνος εξέπνευσε σαν να μην το πιστεύει κοιτώντας στιγμιαία αλλού. "Μόλις σου είπα ότι σου χρωστάω τη ζωή μου κι εσύ ζηλεύεις τον αστυνόμο που έκανε τη δουλειά του, άσχετα που μετά μου ζήτησε να βγούμε"
"Τι πράγμα;!!" φώναξε και ο Μάνος έπιασε το μέτωπο του σε άρνηση. "Σου ζήτησε να βγείτε;!"
"Μπορείς να ηρεμήσεις;"
"Όχι! Δεν θέλω να σκέφτομαι ότι κάποιος άλλος σε έσωσε. Ότι σε φρόντισε σε μια τόσο ευάλωτη στιγμή. Μόνο εγώ θα σε φροντίζω!" συνέχισε απότομα και ο Μάνος δεν μπόρεσε να μην χαμογελάσει με το τελευταίο. "Και δεν είναι μόνο αυτό, σου την έπεσε κιόλας! Τι σου είπε;"
"Μου είπε να πάμε για καφέ. Και μου είπε ότι αν είμαι τόσο όμορφος χτυπημένος, δεν μπορεί να φανταστεί πώς θα είμαι χωρίς πληγές" απάντησε με ένα πονηρό χαμογελάκι ο Μάνος πειράζοντας τον, ενώ ο Οδυσσέας έμεινε με ανοιχτό στόμα.
"Αν του γεμίσω εγώ το πρόσωπο με πληγές θα δει αυτός! Και εσύ τι του απάντησες;;" ρώτησε τσαντισμένα με σηκωμένο φρύδι και ο Μάνος κοίταξε χαμηλά.