🤍 Κεφάλαιο 16

350 36 18
                                    

Το ταξί έφτασε έξω από το σπίτι του Μάνου και ο Οδυσσέας αφού πλήρωσε, τον έβγαλε έξω και τον σήκωσε στα δυο του χέρια σαν μωρό.

Έφτασε στην πόρτα και αφού μπήκαν μέσα τον άφησε στον καναπέ.

Έμεινε να σκεφτεί για λίγο το επόμενο του βήμα, όμως χάθηκε στη θέα από τη τζαμαρία.

Περπάτησε προς τον διάδρομο και βρήκε το υπνοδωμάτιο.

Είδε τον χώρο και εντόπισε άλλη μια πόρτα. Όταν την άνοιξε έμεινε σοκαρισμένος αφού υπήρχε ένα τζακούζι.

Ζωάρα...

Βγήκε πάλι στο σαλόνι και τον είδε να κοιμάται.

Να τον ξυπνούσε και να του έφτιαχνε έναν καφέ? Είχε καφετιέρα?

Να τον πήγαινε μέσα να κοιμηθεί άνετα?

Και αυτός μετά τι να έκανε? Να έμενε ή να έφευγε?

Τον πήρε ξανά στα χέρια του - με μεγαλύτερη ευκολία από ότι παλιά αφού είχε δυναμώσει με το γυμναστήριο - και πήγε στο υπνοδωμάτιο.

Τον άφησε απαλά πάνω και του έβγαλε τα παπούτσια, σκεπάζοντας τον.

~~~

Τα μελί μάτια του Μάνου άρχισαν να ανοίγουν με δυσκολία από το φως του ήλιου που έμπαινε από το παράθυρο.

Ένιωσε αμέσως ένα σφυρί να χτυπάει το κεφάλι του και το έπιασε καθώς πονούσε.

Όταν ηρέμησε λίγο, προσπάθησε να θυμηθεί τι έγινε, που ήταν, τι έκανε.

Θυμήθηκε το πάρτι και πόσο είχε πιει. Και το τελευταίο πράγμα που θυμήθηκε ήταν ότι μάλωσε με τον Οδυσσέα.

Τα μάτια του άνοιξαν σαν γαρίδα.

Ξεσκεπάστηκε και είδε ότι φορούσε τα χθεσινά ρούχα.

Αναστέναξε ανακουφισμένος πιάνοντας τα δυο του πόδια, με το βλέμμα του καρφωμένο στο δεξί.

Ναι αλλά πώς βρέθηκε σπίτι?

Σηκώθηκε και βγήκε στο σαλόνι, όταν είδε τον Οδυσσέα να κοιμάται στον καναπέ και γούρλωσαν τα μάτια του.

Έμεινε παγωμένος εκεί, με το μυαλό του να παίρνει χίλιες στροφές για το πώς βρέθηκε ο Οδυσσέας εδώ.

Δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα και πήγε νευριασμένος κοντά του.

"Ξύπνα" τον έσπρωξε με το χέρι του στο μπράτσο.

"Ξύπνα!"

Ο Οδυσσέας μουρμούρισε και άνοιξε τα πράσινα του μάτια.

Once In A Blue MoonWhere stories live. Discover now