Κεφάλαιο 6

1K 115 3
                                    

《Μπαμπα;》ψελισα μολις τον ειδα. Αυτος δεν μπορεί να ειναι ο δικος μου μπαμπας. Ο δικος μου ήταν παντα αξυριστος, με μαυρους κυκλους κατω απο τα ματια , χοντρος και με σκισμενα ρουχα. Και τωρα ειναι ανανεωμενος, γυμνασμενος και με κουστουμι.Μηπως μπερδευτηκα;
《Ελενη μου;》ειπε και με αγκάλιασε
《Μα πως μεγαλωσες ετσι;》συνεχισε βγαζοντας με απο την αγκαλια του και κοιταζοντας με απο πανω μεχρι κατω.
《Το κοριτσακι μου εγινε γυναικα》ειπε συγκινημένος ενω εγω ειχα μεινει κόκαλο χωρις να μιλαω
《Μπαμπα! Αλλαξες! Πολυ!》ειπα
《Ναι γι'αυτο ηρθα στην Αμερικη. Τωρα θες να παμε να ξαπλωσεις ή να φαμε κατι;》
《Λοιπον να σου ξεκαθαρισω κατι. Αγαπω το φαγητο. Οποτε θα φαμε. Αφου τακτοποιηθω.》
《Οπως θες!》ειπε και μπηκαμε μεσα.
Μολις μπηκα στο σπιτι εμεινα. Ηταν τεράστιο. Αριστερα απο την πορτα ηταν η κουζινα. Μια τεραστια κουζινα στις αποχρώσεις του άσπρου. Δεξια ειχε το σαλονι. Αρκετα μεγαλη για να χωρεσουν 30 ατομα στις αποχρώσεις του μπεζ. Διπλα απο το σαλόνι υπήρχε μια τραπεζαρια για 15 ατομα . Μπροστα απο το σαλονι και την τραπεζαρια σαν τοιχος υπήρχε μια τζαμαρία που σου επέτρεπε να βλεπεις ολόκληρη τη Νεα Υόρκη. Μπροστα μου υπήρχε μια μαρμαρινη σκαλα που οδηγουσε στον πανω οροφο. Την ανεβηκα και αντικρυσα ενα τεράστιο διαδρομο απο πορτες. Τοτε ακουσα τα βηματα του.
《Το δωματιο σου ειναι εκεινο στο κεντρο》μου ειπε και προχωρησα προς εκει. Ανοιξα τη πορτα και μπηκα μεσα. Η πρωτη μου εντύπωση ηταν "ΟΥΑΟΥ!".Ηταν ενα στρογγυλό δωματιο. Δεξια ηταν ενα διπλο, ασπρο, σιδερενιο κρεβάτι. Αριστερα ηταν ενα μικρο σαλονακι με μια τηλεόραση και διπλα ενα γραφειο με εναν υπολογιστή πανω. Το κρεβάτι βρισκοταν πανω σε ενα υψωμα που εκανε το πατωμα.Μπροστα του βρισκοταν ενα μπαουλο, ισο με το μηκος του κρεβατιου, που μπορουσες να καθίσεις. Απενατι απο την πορτα του δωματιου βρισκοταν η μπαλκονόπορτα. Εξω η βεραντα ειχε ενα σαλονακι βεραντας με ενα τραπεζακι.

Μολις συνήθισα το χωρο κατεβηκα κατω να φαω. Ο μπαμπας μου ειχε μαγειρεψει ΠΑΣΤΊΤΣΙΟ!!!!!! Εβγαλα και εφαγα γρηγορα. Τοσες ωρες ταξιδι, πεινασα.

《Θα μου πεις τωρα πως πεθανε η Αννα》ειπε και αρχισα να του λεω τι ειχε γινει. Μολις τελειωσα ειχε μεινει με το στομα ανοιχτο

《Ωωω συγνωμη μικρη μου που σε εκανα να το θυμηθεις》ειπε και μου χάιδεψε το χερι.
《Δεν πειράζει. Το ξεπέρασα.》του ειπα και του χαμογελασα. ΔΕΝ ΤΟ ΞΕΠΈΡΑΣΑ. Λογικο δεν ειναι; η μανα μου πέθανε οχι ο σκυλος μου
《Πηγαινε να ξεκουραστεις. Θα μαζεψω εγω τα πιατα》αχου τι καλος. Θα πειραζε να ηταν και ετσι η μανα μου;

Η παικτριαWhere stories live. Discover now