Το επόμενο πρωί ο Στέφανος ξύπνησε πρώτος και πήγε στην κουζίνα. Ετοίμασε ένα καλό πρωινό για την Μαργετα. Πήρε τον δίσκο και τον άφησε πάνω στο τραπέζι. Της χάιδεψε τα μαλλιά. Εκείνη τον κατάλαβε. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταζε. Με μια κίνηση σηκώθηκε και τον πλησίασε. Του έδωσε ένα παθιασμένο φιλί.
-Καλημέραα!
-Καλημερα ζωή μου! Σου έφτιαξα πρωινό.
-Τους έφτιαξες θες να πεις. Γιατί αυτό το πρωινό χορταίνει έναν λόχο. Όχι εμένα. Τόσο πολύ δεν έτρωγα ούτε όταν ήμουν έγκυος.Ξαφνικά το χαμόγελο της έσβησε. Κοίταξε τον Στέφανο με μελαγχολία. Το ίδιο έκανε και εκείνος. Είχε χάσει όλες αυτές τις ωραίες στιγμές.
-Αυτά ανήκουν στο παρελθόν Μαργετα!
-Πως κατάλαβες τι σκεφτόμουν;
-Εε σε ξέρω πολύ καλά.
-Στέφανε... Σ'ΑΓΑΠΑΩ
-Και εγω. Και δε φαντάζεσαι ποσο!
-Ποσο δηλαδή;
-Αφού θες να μάθεις, τώρα θα δεις.Για ακόμα μια φορά έγιναν ένα. Τόσο πάθος, τόση αγάπη, τόση νοσταλγία.
Η Μαργετα μετά σηκώθηκε ντύθηκε και ήταν έτοιμη να πάει να βρει τον Ιάσωνα.-Είσαι έτοιμη;
-Νομίζω... θέλω να του πω τα πάντα, να μπορέσει να σε...
-Να με αγαπήσει; Χαχα! Δε πρόκειται!
-Να σε δει με άλλο μάτι!
-Ας το ελπίσουμε...Η Μαργετα πήγε στο σπίτι του Στέφανου, πήρε το αυτοκίνητο της και πήγε στο Κιαρι.
Μπήκε μέσα στην αυλή και εκεί βρήκε την Βάσω. Την καλωσόρισε δείχνοντας της ενδιαφέρον, γιατί πραγματικά τόσα χρόνια την αισθάνεται οικογένειας της. Όπως φυσικά και η Ρηνιώ που μόλις την είδε έτρεξε κοντά της να την χαιρετήσει. Η Μαργετα προχώρησε μέσα στο σπίτι και όπως έμπαινε μέσα είδε την Γεωργία.-Κυρία! Καλώς ήρθατε!
-Γεια σου Γεωργία μου, πως είσαι;
-Εγω μια χαρά είμαι. Εσείς;
-Εγω Γεωργία μου είμαι καλά! Τώρα πια είμαι καλά!
-Αχ μπράβο κυρία! Χαίρομαι πολύ για σας!
-Γεωργία μου θελω μια χάρη.
-Ότι θέλετε κυρία.
-Θελω να πάρεις τα κορίτσια και τον Στρατή και να πάτε κάπου έξω. Θελω να μιλήσω με τον Ιάσωνα και καλό θα ήταν να μην το ακούσει κανεις. Εσύ φυσικά θα το μάθεις. Άλλωστε τι κουμπάρες θα γίνουμε;
-Ναι ναι θα τους στείλω έξω να κάνουν τάχα δουλειές. Όσο για την κουμπαριά, ακόμα θέλετε;
-Μα βέβαια κοριτσάκι μου. Αφού είσαι ο άνθρωπος που μου στάθηκε τις πιο δύσκολες στιγμές. Γεωργία... σε νιώθω φίλη μου. Και όταν λέω φίλη μου, δεν εννοώ τις κύριες της λέσχης που το μόνο που τους νοιάζει είναι να κουτσομπολεύουν. Σε νιώθω δικό μου άνθρωπο.
-Εε τώρα πως να μην τα μπήξω με αυτά που μου λέτε κυρία;
-Όχι όχι Γεωργία μου να μην τα μπήξεις, γιατί μας βλέπω να κλαίμε παρέα και ήρθα για άλλο λόγο εδώ. Και να σου πω και κάτι, δεν το κόβεις αυτό το «κυρία»;
-Μα κυρία...εγω;
-Γεωργία! Για να με παντρέψεις, απαιτώ να μου μιλάς στον ενικό. Αλλιώς δεν το δέχομαι! (ειπε η Μαργετα με ένα σοβαρό και αστείο ταυτόχρονα ύφος)
-Εντάξει κυ...
-Εεπ!
-Εντάξει!
-Εντάξει τι;
-Εντάξει... Μαργετα! Μου είναι δύσκολο αλλά θα το συνηθίσω που θα πάει.
-Έτσι μπράβο! Λοιπόν εγω θα καθίσω να περιμένω τον Ιάσωνα και εσείς όπως είπαμε. Μετά έλα στο εξοχικό να σου πω τι έγινε.
-Εντάξει κυ...Μαργετα Μαργετα! Μη μου φωνάξεις! Θα το μάθω!
-Άντε κορίτσι μου! Θα σε περιμένω!