Ενα ακομα χτυπημα (Part 7)

218 14 3
                                    

Πέρασαν πέντε λεπτά και η μητέρα της Μαργέτας βγήκε έξω. Την είδε να στέκεται στα κάγκελα και να κοιτάζει τον ουρανό.

-Άντε τι κανεις τόση ώρα έξω; Έλα μέσα μην πουντιάσεις!
-Τώρα μητέρα έρχομαι.  Έχω έναν φρικτό πονοκέφαλο και βγήκα να πάρω λίγο αέρα!
-Ωραία έλα μέσα τώρα γιατί θα σε ψάχνει ο άντρας σου!

Κάθε φορά που έβγαινε η λέξη «άντρας σου» από το στόμα της μητέρας της ήταν σαν να την χτυπούσε κάποιος με αλυσίδα στην πλάτη. Είχε φροντίσει να της γκρεμίσει και τα τα τελευταία ίχνη των ονείρων που είχε κρυμμένα κάπου στο βάθος του μυαλού της. Ήταν σαν καταδίκη. «Αυτος είναι ο άντρας σου και δεν πρόκειται να αλλάξει ΠΟΤΕ αυτό!» Σαν να έλεγε αυτή την φράση όταν της έλεγε για τον Γιώργη.
Μπήκαν μέσα και πήγαν προς το τραπέζι. Η Μαρία είχε καθίσει στην κενή καρέκλα δίπλα από εκείνη της Μαργέτας. Πλησίαζε το τραπέζι...

-Έλα Μαργέτα μου να σου γνωρίσουμε την Μαρία!
-Γεια σας!
-Καλησπέρα!
-Μαργετα μου από δω η Μαρία Παράσχου.

Το μαχαίρι που ένιωσε πριν στην πλάτη της, όταν μιλούσε με την μητέρα της, έμπαινε πιο βαθιά. Κάποιος της έστριβε το μαχαίρι. Δεν μπορούσε να το διαχειριστεί. Άκουσε καλά; Παράσχου; Ήταν όντως έτσι; Ή παρά άκουσε; Έπρεπε να το διευκρινίσει. Μέσα στην ταραχή της ρώτησε...

-Παράσχου είπαμε; Συγνώμη αλλά δεν άκουσα καλά. Είναι και η μουσική...
-Ναι ναι Μαρία Παράσχου. Είμαι η σύζυγος του Στέφανου, αν σας λέει κάτι.

Όλα χάθηκαν! Ευτυχώς καθόταν. Έπιασε βιαστικά το ποτήρι με το νερό και το ήπιε.

-Εμ όχι από που κι ως που να μου λέει κάτι;
-Λέω μπορεί να τον γνωρίζατε από πριν. Ζούσε εδώ πριν από κάποια χρόνια.
-Όχι! Δεν τον ξέρω!

Μιλούσε σταθερά. Προσπαθούσε να κρυφτεί. Από ποιον όμως; Από την Μαρία; Από τις υπόλοιπες κύριες ή... ή από τον εαυτό της; Μάλλον το τελευταίο. Άραγε ήταν και εκείνος εκεί; Ίσως. Πως ήταν άλλωστε εκεί η... η γυναίκα του! Ναι σίγουρα ήταν και αυτός εκεί! Αλλά που ήταν;
Στο τραπέζι η Φωφώ περνούσε από ανάκριση την Μαρία. Γνωστή κουτσομπόλα άλλωστε. Η Μαργετα δεν μιλούσε. Κάποια στιγμή σηκώθηκε. Πήγε στο διπλανό τραπέζι που καθόταν η μητέρα της, μαζί με της μεγαλύτερης ηλικίας κύριες.

-Αα κοριτσάκι μου κάθισε.
-Μητέρα πρέπει να σου μιλήσω λίγο.

Πήγαν παραδίπλα και η Μαργετα είπε στην Αθηνά πως ο πονοκέφαλος δεν περνούσε. Η Αθηνά την κοίταξε καχύποπτα.

«Μια αγάπη φωτιά»Where stories live. Discover now