Η Μαργέτα όσο απομακρυνόταν από το σπιτάκι, τόσο επιτάχυνε. Έπρεπε να φύγει γρήγορα γιατί μπορεί να γύρναγε και να μην έφευγε ποτέ πάλι! Είχε λαχανιασει. Τι θα γινόταν αν είχε γυρίσει ο Γιώργης σπίτι; Αυτές οι σκέψεις και οι φόβοι τριβέλιζαν το μυαλό της, ώσπου... Έφτασε στην πόρτα της άυλης. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε μέσα.
Ανέβαινε γρήγορα τις σκάλες. Άνοιξε την πόρτα και...
-Που ήσουν μέχρι τέτοια ώρα;
-Στην λέσχη ήμουνα Γιώργη και μετά έκανα μια βόλτα.
-Βρε που τα πουλάς αυτά; Μαζί του ήσουν έτσι;
-Όχι! Τι είναι αυτά που λες;
-Ξέρω πολύ καλά που ήσουνα. Δεν θα με κοροϊδέψεις εσύ εμένα!
-Αλήθεια σου λέω!
-Καλά καλά θα τα πούμε πάνω.Τι σήμαινε αυτό; Τι θα έλεγαν πάνω; Ήταν προφανές. Πάλι θα την χτυπούσε. Πάλι θα την εξευτέλιζε. Πάλι θα την βίαζε. Πόσο φριχτά περνούσε σε εκείνο το δωμάτιο;
Πόσο ήθελε να έρθει να την πάρει από κει μέσα ο Στέφανος! Αλλά ήταν μάταιο!Αφού υπέστη για ακόμα μια φορά βασανιστήρια, κοιμήθηκε εξουθενωμένη.
Το επόμενο πρωί ξύπνησε με πόνους. Την είχε χτυπήσει με την ζώνη του παντελονιού του στους ώμους, στην πλάτη, στα χέρια... Ήταν γεμάτη μώλωπες. Πως θα κατέβαινε κάτω; Εκείνος ευτυχώς είχε φύγει. Σηκώθηκε, σύρθηκε μέχρι το μπάνιο, βογκωντας από τους πόνους και σφίγγοντας τα δόντια της για να μην ακούγεται δυνατά, πλύθηκε να φύγει η αηδία από πάνω της και πήγε να ντυθεί. Φόρεσε μια μακρυά φούστα και πάνω ένα μακρυμάνικο ζιβάγκο για να καλύπτει τα τραύματα της. Προσπάθησε να καλύψει με μακιγιάζ κάποια άλλα χτυπήματα και τους μαύρους κύκλους της για να μην δώσει τροφή για σχόλια στο προσωπικό. Άνοιξε την πόρτα, σήκωσε το κεφάλι ψηλά και κατέβηκε...-Καλημέρα κόρη μου!
-Καλημέρα μητέρα! Πως είσαι;
-Εγώ καλά είμαι εσυ;
-Όπως με βλέπεις!Την ίδια ώρα μπήκε μέσα η Γεωργία.
-Καλημέρα κυρία Μαργέτα!
-Καλημέρα Γεωργία!
-Είστε καλά;
-Ναι ναι.Η Γεωργία ήξερε τι της συνέβη το προηγούμενο βράδυ αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει εκείνη την στιγμή γιατί ήταν μπροστά η κυρία Αθηνά. Αλλά και να μίλαγε; Τι θα έλεγε; Πως θα την παρηγορούσε;
Η μέρα κυλούσε αργά και βασανιστικά. Είχε σκοπό να μην συναντήσει τον Στέφανο, για να μην γίνουν τα πράγματα χειρότερα. Πόσο χειρότερα δηλαδή!
Κάποιες μέρες αργότερα...
Η Μαργέτα δεν είχε συναντήσει τον Στέφανο για πολλές μέρες, όσο κι αν εκείνος το επεδίωκε. Ήταν εγκλωβισμένη. Δεν είχε από που να πιαστεί. Τόσα χρόνια ήλπιζε να γυρίσει και να την πάρει να φύγουν μακρυά. Τώρα γύρισε. Αλλά δεν γινόταν να φύγουν. Πόσο σκληρή μπορεί να γίνει η ζωή;