Η Μαργετα γύρισε απότομα αναγνωρίζοντας την φωνή που άκουσε. Αυτή η φωνή... Βαθιά. Γεμάτη πόνο. Αγάπη.
Τον κοίταξε. Δεν το πίστευε! Ήταν εκεί. Σκέφτηκε πως μπορεί να ήταν οφθαλμαπάτη. Όχι. Δεν ήταν. Αυτός ήταν. Τόσο όμορφος. Πλέον είχε γκρι μαλλιά. Ήταν ακόμα τόσο γοητευτικός αλλά πιο ώριμος.
Τα μάτια της βρήκαν αμέσως τα δικά του, που της έλεγαν σε θέλω. Κοίταξε γύρω του. Δεν ήταν κανείς. Ήταν λογικο. Η Μαργετα περπατούσε για ώρα και είχε φύγει από το κέντρο με τον κόσμο. Πλησίαζε και εκείνη έπαιρνε φωτιά. Όλες οι μνήμες ζωντάνευαν μπροστά της. Στεκόταν σε απόσταση αναπνοής. Έκανε δυο βήματα πίσω.-Στέφανε;
-Τι κάνεις Μαργετα;
-Ειμαι καλά Στέφανε. Εσύ;Προσπαθούσε να δείξει αδιαφορία, αλλά δεν μπορούσε. Είχαν κολλήσει τα μάτια της στα δικά του.
-Πάνε πολλά χρόνια και είσαι ακόμα τόσο όμορφη. Ίσως και περισσότερο!
-Σε παρακαλώ πολύ. Με φέρνεις σε δύσκολη θέση. (είχε σκύψει το κεφάλι κάτω)
-Πάντα έσκυβες το κεφάλι όταν σου έλεγα πόσο όμορφη είσαι!Η Μαργετα δεν μιλούσε. Εκείνος κοίταξε για μια ακόμα φορά γύρω και αφού είδε ότι δεν υπάρχει κανείς, με το χέρι του της σήκωσε το πιγούνι.
-Κοιτά με!
-Στέφανε εγώ...Έφυγε τρέχοντας. Έστρεψε δεξιά και βρέθηκε στον δρόμο που οδηγούσε για το μοδιστραδικο της Αννέτας. Εκείνος έμεινε εκεί, απογοητευμένος. Γιατί έφυγε τρέχοντας; Μήπως την έφερε σε δύσκολη θέση; Ξεφύσησε και προχώρησε στον δρόμο του.
Η Μαργετα μπήκε αλαφιασμένη στης Αννέτας.-Καλώς την!
-Έλα κόρη μου ότι τελείωσα και εγώ. Βρήκες γραβάτα του Γιώργη;
-Εε;
-Λέω δεν πήρες γραβάτα;
-Αα ναι. Όχι δεν, δεν βρήκα κάποια που να ταιριάζει με τα γούστα του Γιώργη.
-Εντάξει. Είσαι καλά;
-Ναι μαμά μου καλά είμαι.Αφού κανόνισαν με την Αννέτα πότε θα ήταν έτοιμα τα φορέματα βγήκαν από το μαγαζί. Στο δρόμο για την επιστροφή δεν μιλούσαν. Η Αθηνά κοιτούσε την Μαργετα που ήταν περίεργη αλλά δεν είπε τίποτα. Από την άλλη η Μαργετα σκεφτόταν τον Στέφανο. Πόσο τον ήθελε. Αλλά, αλλά δεν γινόταν να τον έχει. Ήταν και αυτός παντρεμένος. Άραγε εκείνος πως ένιωσε όταν την είδε; Θυμήθηκε το παρελθόν; Μπα! Αφού είχε φτιάξει την ζωή του, σημαίνει ότι την είχε ξεπεράσει.
Όλες αυτές οι σκέψεις της τριβέλιζαν το μυαλό. Όταν έφτασαν πήγε πάνω να ξαπλώσει. Το απόγευμα ήθελε να πάει μια βόλτα να σκεφτεί. Θα πήγαινε στο μέρος τους. Εκεί που βρίσκονταν παλιά. Έπρεπε να πάει για τελευταία φορά.