Η Μαργετα άνοιξε με προσοχή το γράμμα. Το διάβασε...«Αγγελουδα μου, Μαργετα μου. Αυτό το γράμμα μάλλον το διαβάζεις ενώ εχω φύγει από την ζωή. Όμως μη μου στεναχωριέσαι και μου κλαις αγάπη μου. Εγω θα είμαι πάντα μαζί σου. Όποτε με χρειάζεσαι με τον τρόπο μου θα είμαι δίπλα σου. Να το ξέρεις. Έφυγα γιατί ήθελα να ξεκουραστώ. Τώρα ξέρω πως εσυ και ο αγαπημένος σου είστε μαζί. Όποτε αποφάσισα να ελευθερωθω και να μην σας κάνω να υποφέρετε ούτε εσείς αλλά ούτε και εγω! Όλα αυτά τα χρόνια σε νοιαζόμουνα. Ότι έγινε σε έκανε να γίνεις πιο δυνατή. Ίσως ήταν για το καλό σου. Για να μάθεις την ζωή. Δεν είναι πάντα όμορφα αγάπη μου τα πράγματα. Ξέρω ότι έπρεπε να σε είχα αφήσει τότε να παντρευτείς τον Στέφανο. Αλλά δεν μπορούσα. Δεν ήθελα να σε σκοτώσει ο πατέρας σου. Μάνα είμαι και εγω! Σε πονούσα αγγελουδα μου! Θελω να είσαι καλά! Μη βουλιάζεις στη θλίψη επειδή έφυγα! Εγω δε θα φύγω ποτε από την καρδιά σου και την σκέψη σου. Ζήσε τώρα ελεύθερη σαν τα πουλιά που πετάνε ελεύθερα καρδιά μου! Σε αγαπώ πολύ! Αντίο!»
Η Μαργετα έπεσε στο πάτωμα και έκλαιγε! Έκλαιγε δυνατά! Η Αλεξάνδρα προσπαθούσε να την συνεφέρει. Μέσα σε αυτόν τον φάκελο δεν είχε μόνο αυτό το γράμμα. Είχε ένα ημερολόγιο. Το είχε γράψει η Αθηνά για να το διαβάσει η Μαργετα κάποια στιγμή και να καταλάβει γιατί δεν την άφησε να κάνει την επιλογή της. Η Μαργετα ζήτησε από την Αλεξάνδρα να την αφήσει μόνη της. Άνοιξε το τετράδιο. Η αλήθεια της είχε ανοίξει την πόρτα και εισέβαλε στην ζωή της με τον πιο άσχημο τρόπο. Ήταν απροετοίμαστη για το τι θα ακολουθούσε...
Έφτασε στο σημείο να διαβάζει:
«Τότε αγάπη μου που είχες μείνει έγκυος πάλι,...»Η Μαργετα πάγωσε. Τι ήθελε να πει με αυτές τις λέξεις η μητέρα της;
Τριάντα επτά χρόνια πίσω...
Η οικογένεια Γεωργίου Δεμερτζή ετοιμάζεται να πάει στην δεξίωση του προέδρου που γινόταν στην λέσχη. Η Μαργετα φορούσε ένα κόκκινο μεταξωτό φόρεμα ως τον αστράγαλο. Τα μαλλιά της δεν ήταν πιασμένα. Έκαναν ένα ελαφρύ σπάσιμο στο κάτω μέρος. Τα τακούνια της μαύρα. Εκείνος φορούσε ένα μαύρο κοστούμι. Μπήκε στο δωμάτιο για να αλλάξει γραβάτα. Δεν του άρεσε αυτή που είχε ήδη δέσει. Ήταν περίεργος. Ήθελε να είναι καλύτερος από όλους. Όταν βγήκαν στην εξώπορτα, ο σοφέρ άνοιξε τις πόρτες. Το ζεύγος Δεμερτζή μαζί με την μητέρα της Μαργετας, μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε για την λέσχη. Ο Ιάσωνας, τότε σπούδαζε στην Γερμανία.
Όταν έφτασαν στην λέσχη κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και ανέβηκαν την σκάλα. Είχαν φτάσει τελευταίοι. Λογικό για τα δεδομένα της Μεσσηνης. Ο άρχοντας έκανε την πιο σπουδαία εμφάνιση. Όλοι γύρισαν και τους παρατηρούσαν. Χειροκρότησαν τον «κύριο Δεμερτζή» και τους καλωσόρισαν. Ο πρόεδρος έκανε τις συστάσεις στον Γιώργη. Η Μαργετα και η μητέρα της, κατευθύνθηκε προς το τραπέζι με τις κύριες. Σχολίαζαν τα πάντα εκεί. Ανυπόφορες! Η Μαργετα δεν το άντεχε αυτό αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Έκανε ότι θα έκανε μια σωστή κυρία Δεμερτζή. Την καλωσόρισαν, πετώντας της διαφορα σχόλια για το ντύσιμο της...-Τι ωραίο το φόρεμα σου Μαργετα μου!
-Μα και τα μαλλιά σου είναι πολύ λαμπερά καλή μου! Αχ για να έχεις τέτοιο σύζυγο!
-Στα πούπουλα σε έχει!Η Μαργετα μη μπορώντας να αντέξει αυτά τα κομπλιμέντα, λόγω της σεμνότητας της κατέβασε το κεφάλι. Όταν άκουσε να λένε τι καλό σύζυγο που έχει, σήκωσε το πιγούνι της. Χαμογέλασε ευγενικά στις υπόλοιπες κύριες. Αφού άφησαν την Μαργετα ήσυχη, ασχολήθηκαν με κάποιες άλλες κύριες. Το κουτσομπολιό μεταξύ τους ξεκίνησε να γίνεται όλο και πιο σπαστικό. Σχολίαζαν το παραμικρό.
Λίγη ώρα αργότερα άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας κύριος και μια κυρία μέσα. Έμειναν να τους κοιτάζουν. Προσπαθούσαν να σκεφτούν ποιοι μπορεί να ήταν. Η Μαργετα καθόταν πλάτη. Δε μπορούσε να δει. Όχι ότι την απασχολούσε κιόλας. Αλλά παραξενεύτηκε που οι διπλανές της έσπαζαν το κεφάλι τους να θυμηθούν που τους ξέρουν. Τον κύριο τουλάχιστον τον ήξεραν αλλά δεν θυμόντουσαν ποιος είναι. Η κυρία τους φαινόταν άγνωστη.
-Βρε Άντζελα μου πολύ γνωστή φυσιογνωμία ο κύριος.
-Ναι Χριστίνα μου αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ με ποιον μοιάζει.
-Κάλε κορίτσια εμένα μου θυμίζει έναν εργάτη.Η Μαργετα τις διέκοψε εκνευρισμένη.
-Κορίτσια γιατί δεν πάτε να τους ρωτήσετε ευθέως ποιοι είναι; Σας βλέπω τόση ώρα πολύ ανήσυχες!
Δεν άντεχε όλο αυτό που γινόταν. Είχε έναν πονοκέφαλο. Της είχε βγει σε θυμό.
Οι γυναίκες προσπάθησαν να δικαιολογηθούν ως συνήθως.-Μαργετα μου κοινωνικό ενδιαφέρον λέγεται!
-Όχι Φωφώ μου! Κουτσομπολιό λέγεται.
-Μα καλά τι μύγα σε τσίμπησε;
-Καμία μύγα Αντιγόνη απλά δε μου αρέσει ο τρόπος που σχολιάζετε.
-Έχει δίκαιο κορίτσια! Το παρακάναμε. (είπε η Θεοφανία)Αφού σύστησαν τον κύριο και την κυρία στους μπροστινούς, προχώρησαν στο τραπέζι των γυναικών. Η Μαργετα σηκώθηκε ένα λεπτό πριν φτάσουν και πήγε έξω. Ο πονοκέφαλος χειροτέρευε και ήθελε επειγόντως αέρα. Προχώρησε λοιπόν προς την πόρτα που οδηγούσε στον κήπο της λέσχης. Βγήκε έξω και στάθηκε. Πήρε δυο βαθιές ανάσες. Είχε κρύο έξω αλλά της άρεσε. Ήταν πολύ καλύτερα εκεί έξω. Πολύ καλύτερα από το θέαμα μέσα.
Στο μεταξύ έφτασαν στο τραπέζι οι δυο καλεσμένοι. Άρχισαν οι συστάσεις...
-Κύριες μου να σας συστήσω τον κύριο Παράσχο και την σύζυγο του, Μαρία! (είπε ο πρόεδρος και όλες έμειναν να κοιτάζουν σαν χαμένες)
-Γεια σας!
-Καλώς ήρθατε!
-Χαίρομαι πολύ για την γνωριμία!
-Και εγώ κύριες μου! Από δω η γυναίκα μου Μαρία Παράσχου.Άρχισαν οι χαιρετούρες και οι γνωριμίες. Ο Στέφανος Παράσχος λοιπόν. Ξανά στο Κιαρι. Τι θα γινόταν όταν έμπαινε μέσα η Μαργετα;