Το ίδιο βράδυ, γύρισε στο σπίτι ο Γιώργης. Έπρεπε σαν σωστή οικογένεια να καθίσουν στο τραπέζι και παριστάνουν ότι είναι όλοι τους αγαπημένοι. Η Μαργετα τηλεφώνησε στον Ιάσωνα...
-Παρακαλώ;
-Αγόρι μου τι κανείς;
-Έλα μάνα, καλά είμαι. Εσείς τι κάνετε;
-Εε καλά είμαστε και εμείς αγόρι μου εδώ ετοιμαζόμαστε να φάμε.
-Άρε μάνα ποσό μου έχουν λείψει τα φαγητά στην Ελλάδα.
-Με το καλό να γυρίσεις αγόρι μου και θα στα φτιάξω όλα εγώ.
-Σύντομα.
-Ναι καρδιά μου.
-Ο πατέρας που είναι;
-Εδώ είναι. Θέλει να σου μιλήσει.
-Ναι δώσε τον μου.
-Εντάξει αγόρι μου, θα τα πούμε. Σε φιλώ.
-Γεια σου μάνα.Η Μαργετα έδωσε διστακτικά το ακουστικό στον Γιώργη. Εκείνος της το άρπαξε από το χέρι. Μίλησε με τον γιο του σα να μίλαγε με έναν υπάλληλο του. Κανιά στοργή. Κανένα συναίσθημα. Ήταν μεγάλος για συναισθηματισμούς και τέτοιες αηδίες, είχε πει στην Μαργετα όταν τόλμησε να τον ρωτήσει γιατί δεν αγκαλιάζει το παιδί του.
Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, έκατσε στο τραπέζι και χωρίς κουβέντα ξεκίνησε να τρώει. Η Μαργετα με το τρομαγμένο της ύφος τον κοίταζε αλλά δεν μίλαγε.-Δε θα φας;
-Όχι δεν έχω όρεξη.
-Μάλιστα... Που τριγυρνάει το μυαλό σου;
-Πουθενά Γιώργη.
-Αστα αυτά!
-Αλήθεια λέω Γιώργη!
-Τον πρώην σου σκέφτεσαι ε; Μόνο και μάθω ότι τον είδες ξανά,...
-Εγώ Γιώργη δεν θα γίνω σαν και σένα!
-Τι θες να πεις;
-Που πηγαίνεις τα βράδια σε άλλες. Και ειδικά στην Ουρανία.
-Μπα μπα ζηλεύουμε;
-Όχι βέβαια. Αφού δεν σε αγαπώ γιατί να ζηλέψω;
-Σκάσε. Όσο για τον αγαπημένο σου, είναι λίγα τα ψωμιά του.
-Τι λες;
-Θα συνεργαστούμε. Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ...
-Θα του τα πάρεις όλα; Όπως κάνεις με τόσο κόσμο;
-Και σένα τι σε νοιάζει; Άκου με καλά. Τέτοια ξεφτιλίκια δεν τα θέλω. Μόνο και μάθω ότι τον συνάντησες!
-Γιατί τι θα κάνεις; Θα με σκοτώσεις;
-Αυτόν θα σκοτώσω! Εσένα θα σε κάνω να υποφέρεις. Θα κάνω το παιδί σου να σε μισήσει! Η μάνα του θα είναι μια πουτανα! Ποιο παιδί θέλει να έχει για μάνα μια πουτανα; Μμ! Κατάλαβες;Η Μαργετα κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα. Δεν άντεχε να αδικηθεί ο Στέφανος. Από την άλλη αν τον προειδοποιούσε, θα τον σκότωνε. Τι; Θα τον σκότωνε; Όχι όχι! Αυτό ήταν χειρότερο από το να τον κλέψει. Χειρότερο για ποιον; Ούτε η ίδια δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Προσευχόταν στο θεό να την βοηθήσει.
Μετά από λίγες μέρες...
Η Μαργετα ξύπνησε, ντύθηκε και κατέβηκε κάτω. Έφαγε πρωινό με την μητέρα της και ξεκίνησαν για την Καλαμάτα. Εκεί τις περίμενε η Αννέτα. Η μοδίστρα. Θα πήγαιναν να ραφτούν για έναν γάμο. Συνήθως φορούσαν φορέματα από το εξωτερικό ή έφερναν το ύφασμα από το εξωτερικό και τις έραβαν μεγάλοι οίκοι στην Αθήνα. Αλλά τώρα ήταν απλή περίσταση.
-Είσαι έτοιμη κόρη μου;
-Ναι μητέρα πάμε.Μπήκαν και οι δυο στο αυτοκίνητο και όταν έφτασαν στην Καλαμάτα, ο οδηγός της κατέβασε στο κέντρο. Εκεί κοντά ήταν και η Αννέτα. Όποτε θα πήγαιναν με τα πόδια και θα γυρνούσαν στο ίδιο σημείο σε τρεις ώρες. Μέχρι να βρουν ύφασμα, να τους πάρουν τα μέτρα. Ήθελε ώρα. Περπάτησαν και έφτασαν στο μοδιστραδικο της Αννέτας.
-Καλημέρα! Καλώς τες!
-Καλημέρα Αννέτα μου.
-Καλημέρα.
-Λοιπόν κορίτσια πείτε μου τι ακριβώς ψάχνετε γιατί δεν κατάλαβα καλά από το τηλέφωνο.
-Εγώ Αννέτα μου ένα απλό μαύρο θέλω. Δε θέλω κάτι ιδιαίτερο.
-Εσυ πάντα κλασική Μαργετα μου. Ωραία πήγαινε στην Ματινα να σου δείξει τα υφάσματα. Εσείς κυρία Αθηνά;
-Εγώ, αχ δε ξέρω θα δω και εγώ τα υφάσματα και θα διαλέξω.Η Μαργετα διάλεξε ύφασμα πολύ γρήγορα. Την μέτρησαν. Τελείωσε πολύ γρήγορα, σε σχέση με την μητέρα της που έκανε πολύ ώρα.
-Μητέρα εγώ λέω να φύγω να δω και καμία γραβάτα για τον Γιώργη.
-Άντε φύγε και θα σε βρω μετά.Η Μαργετα βγήκε από το μαγαζί. Φυσικά και δεν θα πήγαινε να πάρει γραβάτα του Γιώργη. Απλά ήθελε να φύγει. Να πάρει αέρα. Περπατούσε, περπατούσε και...
Στο απέναντι πεζοδρόμιο περπατούσε ένας όμορφος, γοητευτικός κύριος. Ο Στέφανος. Τον είδε ξαφνικά και επιτάχυνε για να μην την δει εκείνος. Ήταν πολύ αργά. Την είχε ήδη εντοπίσει με τα μάτια του. Πέρασε τον δρόμο και βρέθηκε απέναντι. Η Μαργετα τον έχασε από το οπτικό της πεδίο και σκέφτηκε ότι θα μπήκε σε κάποιο μαγαζί. Άρα δεν την είδε. Ευτυχώς. Ή δυστυχώς. Δεν ήξερε. Στο μεταξύ, ο Στέφανος την είχε φτάσει σχεδόν. Μόλις απομακρύνθηκε από τον κόσμο και μπήκε σε ένα σοκάκι την πλησίασε πιο πολύ.-Μαργετα!