Πρόλογος

600 56 34
                                    

Μια φόρα και έναν καιρό...Έτσι δεν ξεκινούν όλα τα παραμύθια;

Μια φορά και έναν καιρό, υπήρχε ένας τόπος μακρινός πέρα από τα όρια της φαντασίας. Ο τόπος αυτός ονομαζόταν Παραμυθότοπος, γιατί όλοι οι ήρωες των παραμυθιών και των θρύλων ζούσαν εκεί.

Ο τόπος αυτός είχε δημιουργηθεί από το καλό και το κακό, τα οποία πολεμούσαν αιώνια μέρα και νύχτα για το ποιο θα επικρατούσε. Από την έκβαση της μάχης θα κρίνονταν η μοίρα του Παραμυθότοπου.

Το καλό προσωποποιούνταν με την μορφή ενός δράκου. Τεράστιος, λευκός και κρυστάλλινος αντικατόπτριζε τις ακτίδες του ήλιου σε κάθε πέταγμα. Παρά την τρομερή του όψη ήταν σοφός πράος και καλός. Όλα τα πλάσματα τον αγαπούσαν και οι βασιλιάδες τον σέβονταν. Ο δράκος κατοικούσε σε έναν κήπο, περιφραγμένο από μαγεμένα τείχη καλυμμένα από ρόδα που δεν άφηναν τα πλάσματα του κακού να περάσουν.

Το κακό, προσωποποιούνταν με την μορφή μιας σαγηνευτικής μάγισσας. Η μάγισσα αυτή δεν ήταν σαν τις τρομαχτικές και άσχημες μάγισσες των παραμυθιών. Ήταν ένα πλάσμα όμορφο, με χλωμό δέρμα, χείλη κόκκινα σαν το αίμα, μαλλιά μακριά και κυματιστά, καστανά σαν τους κορμούς των δέντρων και μάτια στο βαθύ μωβ του μενεξέ. Όμως αλίμονο, παρά την ευγενική και όμορφη της όψη, δεν υπήρχε σταγόνα καλοσύνης στο αίμα της και δηλητήριο στη καρδία της.

Η μάγισσα και ο δράκος αποφάσισαν πως είχε έρθει η ώρα να κριθεί η μοίρα του παραμυθένιου τόπου. Το αποτέλεσμα θα κρινόταν από την τελική τους μάχη την αυγή. Ο δράκος πήγε να ξαποστάσει στον μαγεμένο κήπο. Η μάγισσα όμως δεν μπορούσε να περιμένει φοβούμενη, πως οι δυνάμεις του δράκου θα ξεπερνούσαν εν τέλη τις δικές της. Έτσι έπραξε το ασυγχώρητο. Διεφθαρμένος από την δύναμη και την εξουσία που θα μπορούσε να έχει ως ακόλουθος της, ένας από τους πιστούς βασιλιάδες μπήκε στο κήπο. Στα χέρια του κρατούσε ένα μπουκαλάκι, που περιείχε σταγόνες από το ίδιο της το αίμα. Ο δράκος κοιμόνταν ήσυχος ανάμεσα στα ρόδα. Ο βασιλιάς προς στιγμήν σάστισε μπροστά στο θέαμα. Πως θα μπορούσε να κάνει κακό, σε αυτό το πλάσμα; Οι σκέψεις αυτές όμως πέρασαν από το μυαλό του για μια στιγμή. Αναθάρρησε, έσκυψε πάνω από το κεφάλι του πλάσματος και έσταξε το δηλητήριο.

Ο δράκος αμέσως άνοιξε τα χρυσαφένια μάτια του και άρχισε να κραυγάζει από τους πόνους. Κοπανιόταν δεξιά και αριστερά, γκρεμίζοντας τις κολώνες που βρίσκονταν κοντά του. Ο βασιλιάς προσπαθούσε να προστατευτεί αλλά του κάκου. Ο δράκος άρχισε να παραλύει από το δηλητήριο. Άνοιξε τα μάτια του και είδε τον βασιλιά. Εκείνος άρχισε να τρέχει πανικόβλητος συνειδητοποιώντας τι είχε κάνει, όμως πια ήταν αργά. Καθώς απομακρυνόταν άκουγε τις κραυγές του άτυχου πλάσματος να φωνάζει " Σε παρακαλώ....σε παρακαλώ....βοήθησε με..."

Ο δράκος προσπάθησε να ανοίξει τα φτερά του και να κατευθυνθεί στον ουρανό. Τότε άκουσε την φωνή της μάγισσας μέσα στο κεφάλι του " Το τέλος πλησιάζει...Αυτή είναι η μοίρα του Παραμυθότοπου. Το σκοτάδι νίκησε, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πια. Μια σταγόνα κακίας μπορεί να καταστρέψει κάθε τι αγνό. Δες πως είσαι!"

Ο δράκος κατάλαβε πως το τέλος πλησίαζε. Με όση δύναμη του απέμεινε άρχισε να πετάει ψηλά. Και τότε έγινε κάτι απερίγραπτο. Το σώμα του άρχισε να λάμπει, τόσο πολύ που φάνηκε σαν να ξημέρωσε. Τότε το σώμα του έσπασε σε χίλια κομμάτια που έπεφταν σαν βροχή σε όλο το Παραμυθότοπο. "Όχι, δεν ήρθε το τέλος ακόμα..."

Ο δράκος χωρισε τον εαυτο του σε κομμάτια που έπεσαν σαν ασπίδες πάνω στα βασίλεια. Έπρεπε να αποδοθεί δικαιοσύνη. Οι βασιλιάδες με την δύναμη των κρυστάλλινων κομματιών κατάφεραν να παγιδεύσουν την μάγισσα σε ένα βάλτο. Ωστόσο οι δυνάμεις τους δεν ήταν αρκετές για να την εξαφανίσουν. Με αρχαία ξόρκια κλείδωσαν τον βάλτο για να μην μπορέσει κανείς ούτε να μπει ούτε να βγει.

Τα τελευταία λόγια της μάγισσας ακούστηκαν σαν προφητεία " Μέσα στους αιώνες, παιδί θα γεννηθεί από βασιλική γενιά. Θα γεννηθεί κάτω από τον ήλιο και το φεγγάρι. Και τότε το μέλλον όλων θα κριθεί"....



Οι ιστορίες του Παραμυθότοπου.Where stories live. Discover now