Το κορίτσι και ο λύκος

54 10 2
                                    


"Εσύ θα πας από αυτον τον δρόμο και εγω θα ακολουθήσω τον άλλο. Ας δούμε ποιος απο τους δυο θα φτάσει πρώτος "

                                                                       Η κοκκινοσκουφιτσα


Η Μπάρμπαρα είχε πανικοβληθει. Ειχε πέσει στα γόνατα και προσπαθούσε να βρει το κλειδι, όμως δεν μπορουσε να διακρίνει το μικροσκοπικό αντικείμενο ανάμεσα στη λασπη και τα σαπισμενα φύλλα. Η καρδιά της χτυπούσε με δύναμη στο στηθος της και η ανάσα της εγινε γρήγορη και κοφτή. Τι θα έκανε; Πως θα κατάφερνε να φύγει χωρίς το κλειδί. Το δασος γυρω της έμοιαζε αφιλόξενο και τρομακτικό. Η ησυχία που επικρατούσε την έκανε να ανατριχιαζει και να βρίσκεται σε επιφυλακή.  Ένοιωθε διαρκώς την αίσθηση ότι κάποιος ή κάτι παρακολουθουσε καθε της κίνηση,  και η αίσθηση αυτη δεν της άρεσε καθόλου. 

"Ελα Μπάρμπαρα ηρεμισε.Απο τη τρομάρα σου ειναι.Είναι απλά σκοτεινά,  υπερβολικά ησυχα, πράγμα που δεν το λες κακο....Ποιος θα ηθελε να βρεθεί άλλωστε σε ενα τέτοιο μερος...Ποιον κοροϊδεύω φοβάμαι!Τι τα ήθελα τοσα θρίλερ; !"  μονολογουσε , ρίχνοντας συνεχώς κλέφτες ματιές πίσω της.

Με την άκρη του ματιού της έπιασε μια ασυναισθητη κίνηση στους θάμνους πίσω της. Αυτός ο κάποιος ή το κατι την είχε πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής. Δεν ήξερε τι να κάνει. Σε αυτές τις περιπτώσεις ήξερε πως επρεπε να παραμείνει κάνεις ψυχραιμος , χωρίς αποτομες κινησεις. Της ηταν ομως αδύνατο να κουνηθεί. Απο το φοβο είχε παραλύσει,  ενω τα ποδια της ετρεμαν.  Τότε ένιωσε την ανάσα του, βαριά και βρωμερη στο λαιμό της. 

Χωρίς να σκεφτεί δεύτερη φορά άρχισε να τρέχει. Έτρεχε προς την καρδιά του δάσους χωρίς να ρίχνει ματιά πισω της. Αυτό που βρισκόταν πισω της , την ακολουθούσε,  το ενοιωθε. Όμως δεν ακουγε βηματισμο, σαν αυτο το πλάσμα να ταν άυλο ή ακόμα και  αν βηματιζε, τα βήματά του τα απορροφουσε το δασος. Ενοιωθε ομως την επιθυμία του να την πιάσει. Να την πιάσει και να της κάνει κακό. Τότε άκουσε στο μυαλο της τις σκέψεις του. Η χροιά της φωνής του πλάσματος έμοιαζε με τον απουκροστικο ηχο των νυχιων την ωρα που ξινουν μαυροπίνακα. 

"Τρέξε κοριτσακι, τρέξε στο δάσος. Δεν μπορείς να σωθείς "

Η Μπάρμπαρα ανατρίχιασε τόσο, και επιταχυνε. Αν συνέχιζε να τρεχει με αυτό το ρυθμό οι πνεύμονες της θα εσκαγαν, ενω τα γόνατα της πονουσαν απο την πίεση και τη ταχύτητα. Μέσα απο το σκοτάδι της ηταν αδύνατο να διακρίνει τις φουσκωμένες ρίζες ενος δέντρου που προεξειχαν απο το βαλτωδες έδαφος,  με αποτέλεσμα να μπλεχτεί το ποδι της και να προσγειωθεί με το κεφάλι στο έδαφος.  Ένοιωσε αμέσως τον πόνο,  ενώ παχύρρευστο υγρό κυλούσε στα μάγουλα και την μυτη της. Το σώμα της πονούσε και ειχε γεμίσει παντου γρατσουνιές . Προσπάθησε να σηκωθεί,  ομως ηταν αδυνατο. Το σωμα της αδυνατουσε να ακολουθήσει τις εντολες που του έδινε.  Έστρεψε το βλέμμα προς την αντίθετη κατεύθυνση και είδε το κυνηγό της να πλησιάζει.  Εσμιξε τα μάτια της όμως αδυνατουσε να καταλάβει τι ηταν ακριβώς. 

Οι ιστορίες του Παραμυθότοπου.Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin