Το γράμμα

81 9 3
                                    


"Με αυτή την χρυσαφένια αλυσίδα, ορκίζομαι πως για πάντα θα σε προστατευω" 

                                                             Little brother and little sister


Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που ούτε κατάλαβα καλά καλά τι ακριβώς συνέβη. Είχα αρχίσει να χάνω την όραση μου από την ζαλάδα και τα πόδια μου αδυνατούσαν να με κρατήσουν.  Ώσπου από το πουθενά ένας μεγάλος όγκος με πλησίασε. Ήταν ένα μεγάλο καστανό άλογο που βιαστηκα πλησίαζε προς το μέρος μου. Γονάτισε πλάι μου και εβαλε το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια μου. Με όση δύναμη μου είχε απομείνει κρατήθηκα απο την μακριά χαίτη του. Το ζώο με την μουσουδα του έσπρωξε το σώμα μου, σαν υπόδειξη να το καβαλησω. Εγυρα πάνω στην ραχη του σαν πανί κρατώντας σφιχτά την χαίτη. Το ζώο άρχισε να καλπάζει γρήγορα απομακρυνοντας με από το λιβάδι.  Όσο ο αέρας χτυπούσε το πρόσωπό μου, άρχισα να συνερχομαι. Μόλις φτάσαμε έξω από λιβάδι εκείνο σταμάτησε,  και άρχισε σιγα σιγά να κατεβαίνει ώστε να μπορέσω να ακουμπησω στο έδαφος.  Καθησα στο πλάι του. Είχα συνελθει πλήρως. Κρατούσα ακόμα σφιχτά την χαίτη του.Ασκουσα τοση δύναμη, που ημουν σίγουρος πως πονούσε όμως στεκόταν εκεί αδιαμαρτυρητα.

"Τι ήταν και αυτο!Αν δεν ήσουν εσύ σίγουρα θα είχα πέσει κάτω.  Σε ευχαριστώ " είπα στο άλογο και άφησα την χαίτη του.

Εκείνο μου χαρησε ενα ησυχο χλιμιντρισμα, σαν να απαντούσε στην ευχαριστια μου. Χαμογέλασα και άπλωσα το χέρι μου να το χαϊδέψω.  Το άλογο με κοίταξε μέσα στα μάτια.  Ηταν όμορφο,  σίγουρα μεγάλο σε ηλικία. Έμοιαζε να είναι εξοικειομενο με την ανθρώπινη παρουσία,  ενώ ο αναβάτης του πρέπει να το αγαπούσε πολύ,  καθώς το καστανό τρίχωμα του πάρα τα χρόνια έλαμπε σαν νεογεννητου πουλαριου. Το βλέμμα του ηταν βαθύ και ήρεμο.  Τότε έγινε κάτι που δεν ημουν σίγουρος αν συνέβη πράγματι ή τα μάτια μου επαιζαν παιχνίδια από τον ήλιο και την ζάλη.  Τα μάτια του από βαθύ καστανό,  για δευτερόλεπτα έγιναν χρυσαφένια.  Κοίταξα ξανά όμως αυτή τη φορά ήταν στο αρχικό τους χρώμα. 

"Η ιδέα μου θα ηταν" είπα και συνέχισα να το χαϊδεύω. 

Ξαφνικά,  άκουσα φωνές πίσω μου και καλπασμους. Οσο πλησίαζαν δυναμωναν, ενώ μπορούσα να ξεχωρίσω μια φωνή που σίγουρα είχα ξανακούσει να φωνάζει "Καλαβαν".

Η ομάδα των αντρών έφτασε στο μέρος μου. Ηταν μια μικρή ομάδα των φρουρών με τις τενεκεδενιες πανοπλίες που έμοιαζαν να ψάχνουν με αγωνία κατι. Ανάμεσα τους ήταν και ο μαυροφορεμενος ιππότης της ακολουθίας της μητέρας μου. Εκείνος έμοιαζε περισσότερο ανήσυχος από τους αλλους. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στο άλογο και μενα. Αμέσως,  ξεπεζεψε απο την λευκή φοράδα που είχε καβαλήσει και βάλθηκε να τρέχει προς το μέρος μας. Οι ιππότες ακολούθησαν το παράδειγμα του. Το άλογο μόλις τον είδε σηκώθηκε και πλησίασε κοντά του με σταθερό βημα. Ο ιππότης τότε έκανε κάτι το οποίο δεν περιμενα. Αγκάλιασε με δύναμη το κεφάλι του αλόγου και προσπαθούσε να κατευνάσει την αγωνια του. Ώστε λοιπόν το άλογο ήταν δικό του.  Μπορεί αυτός ο άνθρωπος να ήταν τυπικός και ίσως αγενής,  όμως η συμπεριφορά του απέναντι στο άλογο ηταν τελείως διαφορετικη, τρυφερή και ευγενικη. 

Οι ιστορίες του Παραμυθότοπου.Où les histoires vivent. Découvrez maintenant