<< Ιανουάριος 1920, ο Γιώργης τα έμαθε όλα. Του τα είπε η Άννα. Γύρισε στο σπίτι, με άρπαξε και με κλείδωσε στο δωμάτιο. Χωρίς έλεος ξεκίνησε να με χτυπά και να με βρίζει χυδαία για μια ακόμη φορά. Με πέταξε στο πάτωμα και με κλοτσούσε δυνατά, με τραβούσε από τα μαλλιά ενώ στο τέλος με χτύπησε και με την ζώνη του. Για να μην άκουγαν τα βογκητά μου ο Ιάσωνας και ο Ιωάννης δάγκωνα τα χέρια μου. >> είχα ζητήσει από τον Ιάσωνα να μείνω μόνη. Ήμουν στο δωμάτιο μου και διάβαζα το ημερολόγιο της μητέρας χωρίς να παραλείψω ούτε μια σελίδα. << ήθελε να με κάνει να αποβάλω, για πολλές μέρες συνεχόμενες με κακοποιούσε. Από την πρώτη μέρα του γάμου μας σήκωνε το χέρι του πάνω μου, αλλά καμία φορά δεν ήταν όπως τώρα. Έπρεπε όμως να τα υπομένω όλα για τα παιδιά μου. Έτρεμα στην ιδέα ότι θα τα έχανα, ότι θα τα έπαιρνε μακριά μου.>>
Διάβαζα όσα γράφονταν σε αυτές τις σελίδες αυτές με δάκρυα στα μάτια. Ένιωθα τόσο μεγάλη λύπη για όσα πέρασε η μητέρα μου στα χέρια αυτού του άντρα που με ζόρι την ώθησαν οι γονείς της να τον παντρευτεί, και άλλο τόσο μεγαλύτερη οργή για τον πατέρα μου, δηλαδή τον πρότινος πατέρα μου. Ευγνωμονούσα τον Θεό που αυτό το τέρας δεν ήταν τελικά ο πραγματικός μου πατέρας. Γιατι ήταν πράγματι ένα τέρας χωρίς καρδιά και συναισθήματα.
<< Μάρτιος 1920, πέρασαν έξι μήνες. Όσες φορές και να προσπάθησε ο Γιώργης το παιδί δεν το έχασα. Ήταν θέλημα Θεού να το γεννήσω. Εν τέλη το είχε πάρει απόφαση και εκείνος. Φοβόμουν όμως, σε τι περιβάλλον θα το έβαζα να μεγαλώσει; >> << Ιούνιος 1920, η γέννα ήταν πολύ δύσκολη. Αιμορραγούσα πολύ και κόντεψα να πεθάνω, η μαμή μου μιλούσε συνέχεια για να με κρατήσει ξύπνια για να μην λιποθυμήσω. Μετά από πολλές ώρες γέννησα ένα κορίτσι. Ήταν πανέμορφη, είχε πυκνά μαύρα μαλλιά και κάστανα μάτια. Ο Γιώργης δεν ήθελε να την κρατήσει στα χέρια του.Ήρθε, μας έριξε μια μάτια για να μην λέει ο κόσμος και μετά έφυγε. Ούτε που ήξερα που πήγε μετά.Στον Γεράσιμο είχε απαγορέψει να δει την κόρη μας. Ήταν δικό του παιδί πλέον έλεγε, εκείνος θα την μεγάλωνε.Αν ερχόταν θα τον σκότωνε και δεν θα λυπόταν ούτε την Ελπίδα που θα έμενε ορφανή. >>
<< να περάσω; >> ο Ιάσωνας χτύπησε την πόρτα μου και μπήκε μέσα. << είδα σε τι κατάσταση έφυγες και πέρασε αρκετή ώρα. Σκέφτηκα να δω πως είσαι. >> έκατσε δίπλα μου και με χάιδεψε στην πλάτη. Ανησυχούσε για εμένα περισσότερο από όσο ανησυχούσα εγώ η ίδια για τον εαυτό μου.