𝐗𝐕𝐈

279 15 3
                                    

40 μέρες αργότερα...

Είχαν περάσει 40 ολόκληρες μέρες από τότε που πέθανε η γιαγιά. Όλες αυτές οι μέρες κυλούσαν βασανιστικά, γεμάτες πίκρες, στεναχώριες, τσακωμούς. Μοναδικό μου στήριγμα ήταν ο Στέφανος, λεπτό δεν με άφησε. Πάντα με έπαιρνε τηλέφωνο για να δει πως ήμουν, αν χρειαζόμουν κάτι, συναντιόμασταν στο μέρος μας για να ακούσει τα προβλήματα μου.

Υπήρξαν στιγμές που έπιανα τον εαυτό μου να θεωρεί την γιαγιά πολύ τυχερή. Πέθανε και σταμάτησε να βασανίζεται, ελευθερώθηκε από τα δεσμά αυτού του σπιτιού. Ίσως ήξερε τι θα γινόταν στο μέλλον και έφυγε για να γλιτώσει από εμάς. Η ψυχή της ταξίδεψε σε μέρη καλύτερα, γαλήνια. Θα ήταν κοντά και με την μητέρα μου.

Πίσω στο σπίτι όμως επικρατούσε μια κόλαση. Με τον Ιάσωνα ήμασταν σαν δυο ξένοι μέσα στο ίδιο σπίτι, δεν έχανε την ευκαιρία να με κοντράρει, να με προσβάλει, να δείχνει πως με απεχθάνεται. Ακόμα και με την Αλεξάνδρα, την έβαλε να ζει στις καλύβες και να δουλεύει στα χωράφια.Και φυσικά να μην έχει καμία επαφή με τα παιδί. Γενικά είχε αλλάξει πολύ, η φυγή της Αλεξάνδρας με την δίκη μου βοήθεια του είχε στοιχήσει πολύ, τον μεταμόρφωσε σε κάποιο που δεν ήταν πραγματικά.

Στο μνημόσυνο της γιαγιάς δεν είχαμε καλέσει πολύ κόσμο. Μονάχα ορισμένα πολύ κοντινά μας άτομα και δυο-τρεις πολύ καλούς μας συνεργάτες, που δεν γινόταν να μην έρθουν.

<< να ζήσετε να την θυμόσαστε. >> βρισκόμασταν καθισμένοι στον καναπέ. Στην μέση ο Ιάσωνας και εγώ με την Αλεξάνδρα στα δεξιά και αριστερά του. Είχαμε την εικόνα μιας πολύ δεμένης οικογένειας, που στα δύσκολα ήταν μια γροθιά. Που να ήξεραν...

<< σας ευχαριστούμε. >> ο Ιάσωνας σηκώθηκε όρθιος. << σας ευχαριστούμε πολύ που ήρθατε. >> και ξεπροβόδισε τον τελευταίο μας παρευρισκόμενο.

Όταν έφυγε το θέατρο έλαβε τέλος. Η Αλεξάνδρα επέστρεψε στις καλύβες, ο Ιάσωνας με προσπέρασε αδιαφορώντας  για μένα και εγώ βγήκα έξω. Ήταν τόσα πολλά αυτά που είχα μέσα μου, που δεν μπορούσα να τα διαχειριστώ. Είχαν πέσει και μαζεμένα, από την μια αυτή η ανυπόφορη κατάσταση με τον Ιάσωνα και τώρα ο θάνατος της γιαγιάς.

Λίγος καθαρός αέρας θα με βοηθούσε να ησυχάσω. Έβγαλα το μαύρο βέλο, που κοσμούσε το κεφάλι μου, και κοίταξα ψηλά. Ποσό την ζήλευα την γιαγιά, μακάρι να μπορούσα  να έχω έστω και λίγο από την δίκη της ηρεμία. Μου ήταν πολύ δύσκολο ακόμη να αποδεχτώ την απώλεια της, ήταν ο μοναδικό άνθρωπος που μου είχε απομείνει. Θα μου έλλειπαν οι τρέλες της, οι σοφές κουβέντες της μέσα στο παραλήρημα της. Πλέον είχα απομείνει μόνη και άραχνη στην ζωή.

Κορίτσι μουWhere stories live. Discover now