𝐗𝐗

255 18 4
                                    

Το ένδοξο Κιάρι δεν θύμιζε σε τίποτα τις παλιές του δόξες. Το αρχοντικό ήταν ερμητικά κλειστό, η αυλή απεριποίητη και ο κήπος με τα λουλούδια μου άρχιζε να μαραζώνει. Τα πάντα γύρω μου ήταν κατεστραμμένα από την θεομηνία και επικρατούσε μια τρομαχτική σιωπή. Όσοι εργάτες είχαν απομείνει και δεν είχαν εγκαταλείψει το κτήμα από πριν, τώρα που είχε πουληθεί στους Γερμανούς έφυγαν χωρίς να κοιτάξουν πίσω τους. Με έπιανε μια λύπηση και ένα τσίμπημα στην καρδιά έτσι όπως τα αντίκριζα, ήταν τα πάντα αφημένα στην μοίρα τους πια.

Μπορεί όλες μου οι αναμνήσεις από αυτό το μέρος να ήταν οδυνηρές, όμως υπήρχαν και εκείνες ,που αν και λίγες, όταν τις αναπολούσα συγκινούμουν. Παγωμένες εικόνες περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου σαν να γυρνούσα τριάντα χρόνια πίσω. Ο παιδικός μου εαυτός με κοτσιδάκια και με μια μπάλα να τρέχει για να γλιτώσει από τον Ιάσωνα και τον Ιωάννη, μικρά παιδιά και εκείνοι, αφού ήθελαν να μου κλέψουν την μπάλα μέσα από τα χέρια.Τότε δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι θα επακολουθούσε πολλά χρόνια αργότερα, δεν γνωρίζαμε για την κατάρα που είχε πέσει πάνω από τα κεφάλια μας και παραμόνευε. Αν έστεφα τα μάτια μου προς την πόρτα θα μπορούσα πολύ εύκολα να αναγνωρίσω την μητέρα μου να μας παρακολουθεί από μακριά και κοντά στα πόδια της να είναι η Γεωργία μικρό κορίτσι και εκείνη. Πιο πέρα υπήρχε ο Δεμερτζής ερχόμενος από τα κτήματα με ένα τσιγάρο στο χέρι και μαζί του ο τότε επιστάτη μας, ο πατέρας του Στρατή.

Και όσο περπατούσα στην αυλή τόσο αυτές οι εικόνες ξεθώριαζαν και εμφανίζονταν πολλές άλλες και διαφορετικές κάθε φορά. Στον σκοτεινό διάδρομο του σπιτιού ακουγόντουσαν  καθαρά διάφορες κραυγές απόγνωσης πίσω από τις κλειστές πόρτες. Ήταν ουρλιαχτά δικά μου και της μητέρας μου που τρυπούσαν τα αυτιά μου και με έκαναν να μην μπορώ να ανασάνω. Κάθε κραυγή και ένα βασανιστήριο από αυτό το κτήνος, τον Δεμερτζή. Σκούπισα τα πρησμένα μου μάτια και συνέχισα, είχα έρθει με ένα σκοπό εδώ και έπρεπε να τον τελειώσω.

Με το που μπήκα στο σαλόνι το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό μου ήταν εκείνη η ημέρα πριν είκοσι χρόνια. Ήμουν εδώ, ακριβώς στο ίδιο σημείο μαζί με τον Ιάσωνα και την μητέρα, ίσως με κάμποσες μελανιές σε όλο μου το σώμα. Θυμάμαι η μητέρα καθόταν στον καναπέ και κεντούσε,  όταν εκείνος ο εργάτης άνοιξε την πόρτα και της είπε τα καθέκαστα για τον Ιωάννης και τον Στέφανο. Ποτέ δεν θα ξεχνούσα  την αντίδραση της, έπεσε κάτω στα γόνατα και έβγαλε μια συγκλονιστική κραυγή από μέσα της. Θρηνούσε για τον χαμό του παιδιού της , του σπλάχνου της και εγώ από δίπλα της έκλαιγα για την αγάπη μου.

Κορίτσι μουWhere stories live. Discover now