~40~

16 1 0
                                    

Τώρα είναι 10 το βράδυ.

Πήρα πριν λίγο την Αφροδίτη τηλέφωνο για της πω ότι δεν θα βγω μαζί τους, και από ότι μου είπε αυτό έκανε και ο Άγγελος.

Με εκείνος, δεν έχουμε μιλήσει καθόλου από τον μίνι τσακωμό μας.

Του είχα στείλει ένα μήνυμα αλλά μου είπε πως δεν θέλει να το συζητήσουμε και πως θέλει να ηρεμήσει.

Δεν επέμενα περισσότερο βέβαια, ξεκίνησα να κάνω και σκέψεις του τύπου να πάω σπίτι του αλλά δεν το έκανα.

Θέλω όμως να πάω και να το συζητήσω μαζί του.

Δεν ήθελα να γίνουμε έτσι όταν είχα σκεφτεί να μην του πω για εκείνον τον άντρα.

Με αυτές τις σκέψεις να τρέχουν μέσα στο κεφάλι μου πήρα την τελική απόφαση να πάω σπίτι του.

Σηκώθηκα γρήγορα από το κρεβάτι, φόρεσα ότι είχα πεταμένο πάνω σε μια καρέκλα του δωματίου μου, φόρεσα παπούτσια και έφυγα από το σπίτι.

Μετά από περίπου κανένα 10άλεπτο είχα φτάσει έξω από το σπίτι του Άγγελου.

Ανέβηκα τα σκαλιά της πολυκατοικίας όπου έμενε και για κάποιον λόγο η πόρτα της πολυκατοικίας ήταν ανοιχτή, οπότε μπήκα χωρίς να χτυπήσω στο θηροτηλέφωνο.

Ανέβηκα και τις υπόλοιπες σκάλες μέχρι να φτάσω έξω από το διαμέρισμα του.

Πήρα μία βαθιά ανάσα και χτύπησα την πόρτα απαλά με το χέρι μου.

Αφού είδα πως με τους πρώτους τρεις χτύπους δεν μου άνοιξε αποφάσισα να ξαναχτυπήσω άλλες τρεις φορές.

Χτύπησα και μετά από λίγο η πόρτα άνοιξε και εγώ έμεινα στήλη άλατος στην θέση μου.

Αντί για τον Άγγελο ή έστω την Αφροδίτη, μου άνοιξε μια ξανθιά, σγουρομάλλα κοπέλα. Ψηλή, με πράσινα μάτια, ντυμένη πολύ πρόστυχα.

<<Συγνώμη, θέλετε κάτι?>>
Με ρώτησε η τσούλα με την τσιριχτή φωνή της.

<<Ποιος είναι Τατιάνα?>>
Ακούστηκε και η φωνή του από το εσωτερικό του σπιτιού.

Έσπρωξα την καρακάξα από μπροστά μου και πήγα να βρω τον Άγγελο.

Όταν τον είδα ήταν αραχτός στον καναπέ και κάπνιζε.

Όταν με είδε έμεινε κοκαλομένος στην θέση μου, ενώ μετά από λίγο ξεκίνησε να αφήσει το τσιγάρο στο τασάκι.

<<Δεν με περίμενες ε?>>
Τον ρώτησα ειρωνικά αλλά τα μάτια μου είχαν αρχίσει να βουρκόνουν.

𝐅𝐚𝐭𝐞𝐬 𝐠𝐚𝐦𝐞 Where stories live. Discover now