Alexa's POV
2 μέρες αργότερα...
Βλέπω τα παιδιά μου να απομακρύνονται χωρίς να ξέρω πού πάνε ή αν θα καταφέρουμε να βρεθούμε ξανά, έτσι έφυγε και ο Theo. Ούτε που κατάλαβα πως κατάφεραν να μας πείσουν σε αυτή την τρέλα. Κάποια στιγμή εξαφανίστηκαν από το οπτικό μου πεδίο αφού μπήκαν στο αεροπλάνο. Κοιτάζω γύρω μου άνθρωποι μαζί χαιρετούν τους αγαπημένους τους άλλοι κάνουν νέα ξεκινήματα... η Vanessa λίγο πιο δίπλα κλαίει στην αγκαλιά του Klaus. Και εγώ εδώ να στέκομαι μόνη μου, αφού απογειώθηκε το αεροπλάνο γυρίζω να φύγω.
"Περίμενε." Τρέχει πίσω μου ο Klaus και με πιάνει από το χέρι για να σταματήσω. "Που πας;" Με ρωτάει ήρεμα.
"Σπίτι μου." Του απαντάω άχρωμα.
"Σε ποιο σπίτι βρε ξανθούλα; Μόνη σου;" Πλησιάζει η Vanessa.
"Μου έμεινε κάποιος για να έχω παρέα;" Ειρωνεύομαι.
"Alexa-"
"Δεν θέλω τον οίκτο σου." Διακόπτω τον Klaus και τραβάω το χέρι μου από το κράτημα του. "Να βρεις και μου φέρεις στα πόδια μου αυτόν που μας το έκανε αυτό θέλω, μόνο τότε θα ησυχάσω." Του λέω και γυρίζω να φύγω καθώς απομακρύνομαι το κενό στην καρδιά μου μεγαλώνει.
...
Μπαίνω σπίτι αλλά δεν έχω τίποτα να κάνω και κανέναν να με περιμένει. Τα παντζούρια είναι κλειστά, σκοτάδι επικρατεί στον χώρο και έτσι η ατμόσφαιρα αντικατοπτρίζει το πως νιώθω. Πηγαίνω να βάλω ένα ποτό να πιω αλλά τα χέρια μου τρέμουν, η καρδιά μου βουλιάζει και στο μυαλό μου επικρατεί φασαρία από τις φωνές που ουρλιάζουν πως μόνο εγώ φταίω. Απόψε η σιωπή με σκοτώνει. Όλες οι οικογένειες φωτογραφίες μπροστά μου μου θυμίζουν μόνο το τι είχα και τι έχασα. Πίνω μια γουλία από το ποτό μου αλλά το ποτήρι είναι σαν να με κοροϊδεύει σαν να γελάει μαζί μου. Το πετάω με όλη μου την δύναμη στον τοίχο. Δεν μου αρκεί! Πηγαίνω στο έπιπλο με τις φωτογραφίες και τις ρίχνω όλες κάτω, οι κορνίζες σπάνε, είναι καλύτερες έτσι πιο κοντά στην πραγματικότητα. Η οργή μέσα μου ωστόσο δεν ικανοποιείται αρχίζω να σπάω ό,τι βρίσκω μπροστά μου βάζα, άδεια μπουκάλια ακόμα αναποδογύρισα το τραπεζάκι του σαλονιού. Όταν δεν υπάρχει τίποτα άλλο πια για να σπάσω κοιτάζω γύρω μου χαμένη, χαμένη στο ίδιο μου το σπίτι. Κάνω δύο βήματα πίσω και αφήνω ένα ουρλιαχτό πόνου, απογοήτευσης, φόβου και απόγνωσης, η φωνή μου έσπασε στα μισά και δεν κατάφερα να συγκρατήσω τα δάκρυα μου. Οι λυγμοί μου ακούγονται σαν κάτι απόκοσμο στην ησυχία του τεράστιου αυτού σπιτιού. Μου δίνω ένα βράδυ, αυτό το βράδυ... ένα βράδυ να θρηνήσω τα όσα είχα και όσα έχασα γιατί από το πρωί δεν θα μου επιτρέψω να υποκύψω στα συναισθήματά μου. Κοιτάζω τα πεταμένα πράγματα στο σαλόνι μου και παίρνω ένα μπουκάλι με μπέρμπον και αρχίζω να πίνω, πίνω για απαλύνει ο πόνος, έστω για λίγο.
KAMU SEDANG MEMBACA
The Game of Blood
Fiksi PenggemarΝέα Ορλεάνη. Η πόλη η οποία κατοικούν τα υπερφυσικά όντα αιώνες τώρα και σκορπίζουν τον φόβο και τον τρόμο. Ψυχοπαθή τέρατα, χωρίς έλεος και ίχνος μεταλλείας περιφέρονται στην πόλη... οι πιο γνωστοί? Οι Mikaelsons. Η οικογένεια η οποία έσπερνε τον π...