Χάος

4 1 0
                                    



"Γιατί τα θυμάμαι όλα αυτά δεν μου φτάνει που πονώ ..πρέπει να βασανίζεται και το μυαλό μου.. θέλω να ξεκουραστώ ...μα όμως δεν μπορώ .......θέλω να φύγω...δεν μπορώ άλλο τόσο πόνο... δεν αντέχω άλλο θέλω να φύγω...."

Μέχρι να φτάσει το ασθενοφόρο ούρλιαζα συνεχώς. Την ταρακουνούσα της μιλούσα την χάιδευα, όμως τίποτα δεν ανταποκρινόταν σε καμία μου κίνηση... Γείτονες είχαν μαζευτεί... Κάποια στιγμή θυμάμαι κάποιον να με τραβάει από κοντά της και εγώ να ουρλιάζω και να παλεύω... Αργότερα μου είπαν πως ήταν ένας από τους ιατρούς που είχαν έρθει. Μου είχαν κάνει μια ηρεμιστική ένεση γιατί είχα πάθει υστερία. Ξύπνησα σε έναν άγνωστο χώρο. Κοίταξα γύρω μου και κατάλαβα αμέσως πως βρισκόμουν σε δωμάτιο νοσοκομείου. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να σηκωθώ, στην αρχή ζαλίστηκα όμως στη συνέχεια κρατήθηκα απ' τα κάγκελα του κρεβατιού και ανασηκώθηκα. Πάτησα γερά στα πόδια μου και αναζήτησα τα παπούτσια μου. Τα είδα σε μια γωνιά, τα φόρεσα γρήγορα γρήγορα άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω... Να αναζητήσω κάποιον να μου πει που έχουν την μητέρα μου. Οι τύψεις με είχαν κατακλύσει. Εάν είχα μιλήσει εάν είχα καλέσει εγώ έστω μια φορά την αστυνομία τώρα....αχ τώρα δεν θα ήταν νεκρή... Καθώς βημάτιζα στο διάδρομο δίχως να ξέρω που να ρωτήσω και ποιον έπεσα πάνω σε μια γλυκιά νοσοκόμα λίγο στρουμπουλή με καστανόξανθα μαλλιά και ένα τεράστιο χαμόγελο.

"Κορίτσι μου...συνήλθες ." Μου είπε με φωνή τόσο γλυκιά σαν μέλι..

"Εμ ναι..." Είπα εγώ τραυλίζοντας "ξέρετε που έχουν την μητέρα μου...; Θέλω να την δω έστω μια τελευταία φορά.."

"Ναι αμέ ..ελάτε θα σας οδηγήσω εκεί." Μου είπε η γυναίκα τόσο γλυκά και η φωνή της με ηρεμούσε τόσο.. όταν ξαφνικά στο τέλος του διαδρόμου τον είδα να έρχεται προς το μέρος μου να σηκώνει το χέρι και να μου γνέφει... Άρχισα πάλι να φωνάζω ανεξέλεγκτα.. "Τι θες εσύ εδώ; Ήρθες να θαυμάσεις το έργο σου εε φονιά ....γιατί;; Γιατί την σκότωσες..γιατί απλά δεν την χώριζες Εεε;; Τόσες ευκαιρίες σου δώσαμε εκείνη όχι εγώ ...εγώ θα χαιρόμουν πολύ να έβλεπα πίσω από τα κάγκελα της φυλακής...πόσες φορές την χτύπησες,πόσες φορές σε συγχώρεσε πόσες φορές σε δικαιολόγησε πόσες φορές κατηγόρησε τον εαυτό της... Και εσύ τελικά σαν τον πιο σκληρό δήμιο της πήρες την ζωή και από μένα στέρησες την μάνα ...καλά τον πατέρα από χρόνια μου τον έχεις στερήσει.. καλύτερα να πω πως ουδέποτε υπήρξες πατέρας ...ένα κάθαρμα που μόνο την πάρτη του κοιτούσε ....δεν σε ένοιαξε ποτέ ο πόνος που προκαλούσες ... Ποτέ δεν σε ένοιαξε... τίποτα..ούτε εγώ. Ούτε η μαμά....απλά την ένιωθες κτήμα σου και ήθελες να ζει κάτω από την επίβλεψη σου και σύμφωνα μα τα δικά σου θέλω..."

Λίγο πριν πεθάνω..Where stories live. Discover now